Όπως είδαμε και στο 1ο μέρος του άρθρου, οι σχέσεις αποτελούν τη βάση του νοήματος που δίνουμε στη ζωή μας. Όχι μόνο οι διαπροσωπικές  ή οι συντροφικές μας σχέσεις, αλλά και η σχέση που έχουμε με τη δουλειά μας ή ακόμα και με τα υπάρχοντά μας, επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό το πόσο ευτυχισμένοι αισθανόμαστε στη ζωή μας. Αλλά επειδή μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής μας βασίζεται στη δημιουργία μιας δυαδικής σχέσης μέσα στην οποία προσπαθούμε να καλύψουμε βαθύτερες συναισθηματικές ανάγκες (ασφάλεια, αποδοχή, αγάπη) – σε αυτή που συνάπτουμε δηλαδή με έναν άνθρωπο σε ερωτικό επίπεδο – το τέλος της φαίνεται να μας πονάει, ορισμένες φορές, περισσότερο.

Επομένως, όταν τελειώνει μια ερωτική σχέση, ειδικά αν επείχε κεντρική σημασία στην καθημερινή μας ζωή, είναι σαν να χάνουμε το νόημα και τον σκοπό της ζωής μας. Και το να χάνουμε το νόημα στη ζωή είναι σαν να χάνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, της ταυτότητάς μας. Έτσι, όλες αυτές οι έννοιες είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους – οι ερωτικές σχέσεις, η αίσθηση του νοήματος και του σκοπού στη ζωή και η αντίληψή μας για το ποιοι είμαστε.

 

 

Γιατί λοιπόν είναι δύσκολο να ξεπεράσουμε έναν χωρισμό;

 

  1. Η ρουτίνα μας διαταράσσεται.

Όταν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας και της καθημερινής μας δραστηριότητας (λ.χ. χόμπι, διασκέδαση, οικογενειακές συναντήσεις) το περνάμε με έναν άνθρωπο περισσότερο, τότε ένας χωρισμός μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποδιοργανωτικός επειδή πολλά από αυτά που συνηθίζαμε να κάνουμε με το/ην σύντροφό μας, αλλάζουν ξαφνικά. Γενικά, στους ανθρώπους δεν αρέσουν οι αλλαγές γιατί είναι απρόβλεπτες και μη ελέγξιμες. Οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πλάσματα της συνήθειας – προτιμάμε την ασφάλεια που υπάρχει στο οικείο, σε αυτό που ζούμε κάθε μέρα ακόμα και αν, κάποιες φορές, δεν μας ικανοποιεί. Αυτή η «δυσανεξία» απέναντι στις αλλαγές επιτείνει τον φόβο για το διάστημα που έπεται ενός χωρισμού.

 

 

  1. Ανησυχούμε για το μέλλον.

Το τέλος μιας ερωτικής ή συντροφικής σχέσης, ειδικά αν ήταν μακρόχρονη και σημαντική για εμάς, αυξάνει την αβεβαιότητά μας για το μέλλον. Πρακτικές αποφάσεις, όπως η μετακόμιση, η κατανομή της περιουσίας, η διαχείριση των οικονομικών, δυσκολεύουν αρκετά (και κάποιες φορές εμποδίζουν) τον τερματισμό μιας σχέσης ή ενός γάμου, ακόμα και όταν έχει επέλθει η συναισθηματική αποξένωση των συντρόφων. Άλλες αποφάσεις, μεγαλύτερης συναισθηματικής βαρύτητας όπως είναι η επίδραση που θα έχει ένας χωρισμός στα παιδιά ή η διεκδίκηση της επιμέλειας, περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση.

 

  1. Η ταυτότητά μας διαταράσσεται.

Η κοινή ζωή που μοιραζόμαστε με έναν άλλο άνθρωπο ειδικά αν έχουμε οικογένεια και παιδιά μαζί του, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις αξίες μας, τις πηγές ευχαρίστησης και ικανοποίησης από την ζωή, τα ενδιαφέροντα, τους στόχους και τα όνειρά μας – το πως θέλουμε να ζούμε  τη ζωή μας δηλαδή. Το τέλος μιας κομβικής για την ζωή μας σχέσης δεν μας ωθεί μόνο να επαναπροσδιορίσουμε το ποιοι είμαστε χωρίς τον σύντροφό μας, αλλά και να ανακαλύψουμε νέους ρόλους στη ζωή μας (πέρα από αυτούς του συζύγου ή γονέα), τους οποίους έχουμε ξεχάσει ή δεν έχουμε αναλάβει ποτέ έως τώρα.

Ακόμα, οι αλλαγές στο πως βλέπουμε τον εαυτό μας μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικές για όσους δίνουν μεγάλη έμφαση ή αξία στο να βρίσκονται σε μια σχέση. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι εγκαταλείπουν παλιούς φίλους και ενδιαφέροντα όταν συνάπτουν μια σχέση και όταν αυτή τελειώσει, καλούνται να γνωρίσουν νέα άτομα, να έρθουν αντιμέτωποι με την πιθανή απόρριψη και να συνεχίσουν την ζωή τους χωρίς το/ην σύντροφο με το/ην οποία είχαν σχεδιάσει το μέλλον τους.

 

  1. Καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα όνειρα και τις προσδοκίες μας.

Ένας χωρισμός μετά από μια σχέση πολλά υποσχόμενη και ελπιδοφόρα, μπορεί να μας συντρίψει και να είναι εξαιρετικά επώδυνος. Η εμπιστοσύνη μας κλονίζεται (ακόμα και προς τους άλλους ανθρώπους) και πέρα από πόνο, νιώθουμε και αρκετό θυμό. Η διάψευση των προσδοκιών μας, μας προσγειώνει σε μια σκληρή πραγματικότητα που δεν είχαμε δει, ούτε καν φανταστεί έως τώρα. Αυτή η επαφή με μια πραγματικότητα που μπορεί να αγνοούσαμε ή να μην βλέπαμε καθαρά, μπορεί να μας κάνει να τα βάζουμε με τον εαυτό μας, στρέφοντας όλο τον θυμό προς τον εαυτό μας και νιώθοντας έπειτα έντονη θλίψη. Αυτή η επίθεση προς τον εαυτό μας, ενεργοποιείται από τον εσωτερικό μας κριτή, ο οποίος λειτουργεί σαν αλάτι στην πληγή, καθώς η απώλεια μιας σχέσης που είναι ήδη οδυνηρή, εντείνεται.

 

  1. Έχουμε βιώσει την απόρριψη ή/και την εγκατάλειψη στο παρελθόν.

Ένας σημαντικός χωρισμός μπορεί να πυροδοτήσει πυρηνικές αρνητικές εικόνες του εαυτού όπως «δεν είμαι αρκετός», «δεν είμαι αξιαγάπητος», «δεν αξίζω», «είμαι ένα τίποτα», που συνοδεύονται από έντονα και τρομακτικά συναισθήματα που στρέφουμε προς τον εαυτό μας για να προστατέψουμε τα άτομα που αγαπάμε.

Αυτό που κάναμε τότε ως παιδιά για να κρατήσουμε τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας κοντά μας ώστε να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας, το ίδιο κάνουμε και τώρα, άθελά μας, όταν μας πλημμυρίζουν αυτά τα συναισθήματα. Τα απωθούμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, το λεγόμενο ασυνείδητο, αλλά αυτά δεν εξαφανίζονται. Κάθε φορά που κινητοποιούνται, μπορεί να μας προκαλούν τρομερό άγχος το οποίο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε συνειδητά. Αυτές οι ανεπίλυτες συναισθηματικές πληγές του παρελθόντος ανοίγουν ξανά μετά από έναν χωρισμό, καθιστώντας την τρέχουσα κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη για να αντιμετωπιστεί χωρίς τη βοήθεια κάποιου ειδικού.

Τα ανεπίλυτα συναισθήματα σχετικά με τις σημαντικές απώλειες του παρελθόντος παραμένουν εγκλωβισμένα μέσα μας για όλη μας τη ζωή, αν αφεθούν χωρίς φροντίδα. Δεν είναι ασυνήθιστο να συναντάω ανθρώπους στο γραφείο μου που προσπαθούν να ξεπεράσουν ακόμα μια συντροφική σχέση που τελείωσε πριν από πολλά χρόνια. Ο χρόνος δεν επουλώνει απαραίτητα όλες τις πληγές, αν εμείς δεν κάνουμε κάτι πιο ενεργητικό γι’ αυτό.

 

 

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι τρόποι που μπορούν να μας βοηθήσουν να θέσουμε ξανά τον εαυτό μας και κατ΄ επέκταση την ζωή μας σε κίνηση οι οποίοι συνδυαστικά με την ψυχοθεραπεία, μπορούν να αποβούν αρκετά επωφελείς.

 

«Το να ξεπερνάς απαιτεί να βρεις νέες πηγές νοήματος».

Η συναναστροφή με ανθρώπους που νοιάζονται πραγματικά για εμάς είναι ίσως μια από τις πιο κοινές συμβουλές για να περάσουμε πιο ανώδυνα από το στάδιο του χωρισμού. Είναι χρήσιμη συμβουλή, όχι γιατί θα αρχίσουμε να «νιώθουμε καλύτερα» έτσι ξαφνικά, ούτε γιατί αυτοί οι άνθρωποι παρέχουν σε μας μια διέξοδο για να εκτονώσουμε όλες τις αρνητικές σκέψεις και τα συναισθήματα που έχουμε για την σχέση που τελείωσε. Αν ήταν θεραπευτικό μόνο το να μιλάμε για όσα έχουν συμβεί επαναλαμβάνοντας ξανά το ίδιο αφήγημα τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους, τότε ο πόνος θα έφευγε εύκολα και η ανακούφιση θα κρατούσε… λίγο περισσότερο.

Η πραγματική σύνδεση ή η επανασύνδεση με ανθρώπους που νοιάζονται για εμάς είναι σημαντική γιατί σταδιακά μπορεί να αρχίσει να προσθέτει ξανά νόημα στη ζωή μας, το νόημα που τόσο απότομα χάθηκε με το τέλος μιας μακρόχρονης συντροφικής σχέσης. Μέσα από το ειλικρινές, ισότιμο και ουσιαστικό μοίρασμα, μπορούμε να νιώσουμε θετικά συναισθήματα, να ανακαλύψουμε τις «καλοήθεις πλευρές» μας, να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη και να διαπιστώσουμε ότι είμαστε σημαντικοί και ξεχωριστοί για κάποιους ανθρώπους.

Ωστόσο, για να βρούμε νόημα μέσω της σύνδεσης με τους ανθρώπους, πρέπει να εστιάσουμε σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας και την έμμονη ανάγκη μας να μιλάμε μόνο για τον χωρισμό. Σίγουρα χρειαζόμαστε χρόνο για να επεξεργαστούμε και να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας όσα έγιναν στη σχέση που τελείωσε. Το να έχουμε κάποιον δικό μας άνθρωπο εκεί που μας νοιάζεται, μας καταλαβαίνει και μας ακούει είναι ιδιαίτερα βοηθητικό. Αλλά δεν μπορούμε να βρούμε νόημα στη σύνδεση με τους άλλους αν δεν αφιερώσουμε χρόνο για να ενισχύσουμε ή να καλλιεργήσουμε σχέσεις που είναι ξεχωριστές και διακριτές από την σχέση που τελείωσε και αν δεν υπερβούμε τις ανάγκες του «Εγώ» για να δημιουργήσουμε ένα αμοιβαία ικανοποιητικό «Εμείς».

 

«Δες την σχέση όπως ήταν στην πραγματικότητα».  

Ένας άλλος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε έναν χωρισμό, να μάθουμε από αυτόν και να προχωρήσουμε παρακάτω, είναι να ρίξουμε μια αντικειμενική ματιά στο πώς ήταν πραγματικά η σχέση που τελείωσε. Μετά από έναν χωρισμό και για να αντέξουμε κάποια αρνητικά συναισθήματα που κινητοποιούνται μέσα μας, εξιδανικεύουμε και έπειτα συνήθως υποτιμάμε το/ην πρώην σύντροφό μας.

Ένα μέρος της ιστορίας που λέμε στον εαυτό σας είναι: «Ήμασταν τόσο τέλειοι ο ένας για τον άλλον», «είναι γραφτό να είμαστε μαζί για πάντα», «ταιριάζαμε σε όλα, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνον». Ενώ, ένα άλλο μέρος της ιστορίας που μπορεί λέμε μετά στον εαυτό μας είναι: «αυτή φταίει για όλα, με έκανε δυστυχισμένο», «μου έλεγε μόνο ψέματα και δεν με αγάπησε ποτέ, «μακάρι να μην τον γνώριζα, γιατί τότε όλα θα πήγαιναν καλύτερα στη ζωή μου», «δεν μου έδωσε τίποτα, μόνο εγώ έδινα στην σχέση».

Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύσκολα και έντονα συναισθήματα, ενεργοποιούνται ασυνείδητα κάποιοι μηχανισμοί που χρησιμοποιούσαμε όλοι από τότε που ήμασταν παιδιά, για να μπορέσουμε να τα αντέξουμε. Ένας από αυτούς είναι ο μηχανισμός της σχάσης με βάση τον οποίο μπορεί να βλέπουμε προσωρινά τον εαυτό μας και τους άλλους με τους απόλυτους όρους «καλός ή κακός», «άξιος-ανάξιος», «τιμωρός-τιμωρούμενος», «εγκαταλείπων-εγκαταλελειμμένος» «δυνατός-αδύναμος». Είτε λοιπόν πρέπει να ισχύει ΜΟΝΟ η μια εικόνα, είτε ΜΟΝΟ η άλλη, τόσο για τους εαυτούς μας, όσο και για τους άλλους. Όσο πιο συμπαγής και ώριμοι είμαστε σε χαρακτηρολογικό και συναισθηματικό επίπεδο, τόσο πιο ικανοί είμαστε να συνθέτουμε γρήγορα αυτές τις ακραίες εικόνες και να σχηματίζουμε μια πιο ισορροπημένη και σταθερή εικόνα τόσο για τους εαυτούς μας όσο και για τους άλλους.

Μετά από έναν χωρισμό ο οποίος μπορεί να φέρνει στην επιφάνεια έντονα συναισθήματα από τις απώλειες του παρελθόντος, είναι συχνό φαινόμενο να θυμόμαστε μόνο τα πράγματα που ταιριάζουν στην ιστορία που θέλουμε να πιστεύουμε, για ασυνείδητους λόγους, εκείνη τη στιγμή. Μπορεί δηλαδή να θυμόμαστε μόνο τις καλές στιγμές  ή μόνο τις άσχημες επειδή αυτή θέλουμε να είναι η πραγματικότητά μας τη δεδομένη στιγμή. Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από όλες τις όψεις της πραγματικότητάς όμως για να μην δούμε την αλήθεια που μπορεί να μας θυμώνει και να μας πονάει, τόσο περισσότερο παρατείνουμε, άθελά μας τις δυσκολίες μας και εγκλωβιζόμαστε στις «ασπρόμαυρες» εικόνες του μυαλού μας.

 

«Επένδυσε στη σχέση με τον Εαυτό σου».

Αν μεγάλο μέρος της ταυτότητάς μας και του ρόλου που είχαμε στη ζωή μας, ήταν άρρηκτα συνυφασμένο με την σχέση που έχει τελειώσει, τότε ο χωρισμός είναι μια καλή στιγμή για να εξερευνήσουμε ποιοι πραγματικά είμαστε έξω από τα πλαίσια αυτής της σχέσης. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε ακούγοντας περισσότερο τον εαυτό μας και τις συναισθηματικές μας ανάγκες με σκοπό να αναπτύξουμε νέες συνήθειες αυτό-φροντίδας που μπορεί να ξεκινούν από κάτι απλό όπως το να βρούμε ένα χόμπι και να επεκτείνονται σε θέματα όπως είναι η υγεία του σώματος, η ενίσχυση της αυτονομίας μας και η ανάπτυξη της ικανότητάς μας να περνάμε ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό μας (λ.χ. κάνοντας διαλογισμό, καταγράφοντας σκέψεις ή συναισθήματα, παρατηρώντας το σώμα μας) χωρίς περισπασμούς.

Συνεπώς, το να βιαζόμαστε να βρούμε κάποιον/α για να γεμίσουμε το κενό της απουσίας του πρώην συντρόφου μας χωρίς να έχουμε αλλάξει αρχικά την σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας μπορεί να οδηγήσει στην επανάληψη των ίδιων ζητημάτων που οδήγησαν στον χωρισμό. Έτσι, ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταλάβουμε τον εαυτό μας, τι χρειαζόμαστε πραγματικά και πώς μπορούμε να το ικανοποιήσουμε με έναν ενήλικο και ώριμο τρόπο πριν συνδεθούμε με κάποιον άλλο.

 

 

Συμπέρασμα

Τις περισσότερες φορές, οι άνθρωποι αντιδρούμε απέναντι στα έντονα και επώδυνα συναισθήματα που κινητοποιούνται μέσα μας προσπαθώντας να τα απομακρύνουμε μέσω της απόσπασης της προσοχής (π.χ. συνεχής αναζήτηση υλικών αγαθών), του μουδιάσματος (π.χ. χρήση ουσιών), της άρνησηςδεν με νοιάζει»), της ελαχιστοποίησηςδεν με πείραξε τόσο αυτό που έγινε»).

Ωστόσο, η αποφυγή αυτών των συναισθημάτων αφήνει το κομμάτι του εαυτού μας που είναι πονεμένο και πληγωμένο αφρόντιστο, με αποτέλεσμα κάθε φορά που συμβαίνει ένα δυσάρεστο γεγονός, όπως είναι ένας χωρισμός, αυτά να κινητοποιούνται ξανά, να τα απωθούμε και να νιώθουμε άγχος χωρίς να ξέρουμε τον λόγο. Θα λέγαμε λοιπόν ότι αυτό που μας τραυματίζει σε έναν χωρισμό δεν είναι τόσο αυτό που συνέβη, όσο το ότι αφήνουμε, άθελά μας, την πληγή που υπάρχει από το παρελθόν να παραμένει ανοιχτή και να βαθαίνει κάθε φορά που αποφεύγουμε την βίωση αυτών των ασυνείδητων συναισθημάτων.

Προσεγγίζοντας αυτό το κομμάτι του εαυτού μας με συμπόνια, περιέργεια και φροντίδα, μπορούμε να ενισχύσουμε, συνήθως με τη βοήθεια ενός θεραπευτή, τη διέλευση αυτών των συναισθημάτων στη συνείδηση για να απελευθερωθούμε από το χρόνιο άγχος. Μαζί με αυτά τα συναισθήματα, αναδύονται συνήθως εικόνες και αναμνήσεις από προηγούμενες απώλειες οι οποίες παρέμεναν εγκλωβισμένες στο ασυνείδητο χωρίς να μπορούμε να τις ανακαλέσουμε ή να εξάγουμε ένα νόημα για τον τρόπο που επηρέασαν έως τώρα την ζωή μας.

Η δυνατότητα να συνθέσουμε το παρελθόν και το παρόν βγάζοντας ένα συνεκτικό νόημα από όσα μας συνέβησαν, να καταλάβουμε εις βάθος τον εαυτό μας και τις επιλογές μας και να επανενωθούμε με ένα ζωτικό κομμάτι της ύπαρξής μας – τα συναισθήματά μας – προσφέρεται συνήθως μέσα στο ασφαλές περιβάλλον της ψυχοθεραπείας. Όπως λέει και ο Jon Fredererickson, «για να σταματήσουμε να τρέχουμε μακριά από την πραγματικότητα, χρειαζόμαστε έναν συνεργάτη που θα μας βοηθήσει να καθίσουμε, να αντέξουμε και να νιώσουμε το ανυπόφορο. Γιατί αυτό που ήταν ανυπόφορο όταν ήμασταν μόνοι, γίνεται υποφερτό όταν το μοιραζόμαστε».

 

 

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή μέρους ή ολόκληρου του άρθρου χωρίς προηγούμενη άδεια του αρθρογράφου.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...