Πως μας επηρεάζουν οι πρώτες σχέσεις της ζωής μας;

Οι άνθρωποι έχουμε μια εγγενή ανάγκη να συνδεθούμε συναισθηματικά με τους άλλους και να δημιουργήσουμε ασφαλείς και σταθερές σχέσεις. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, αρχίζουμε να αλληλεπιδρούμε σε προλεκτικό επίπεδο με τους πρώτους φροντιστές της ζωής μας. Η μορφή αυτής της αλληλεπίδρασης, επηρεάζει καθοριστικά το πως έχουμε μάθει να συνδεόμαστε και με άλλους ανθρώπους στη μετέπειτα ενήλικη ζωή.

Πριν ακόμα μάθουμε να μιλάμε, τα συναισθήματα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να σχετιζόμαστε μεταξύ μας. Ένας από τους βασικούς ρόλους που έχει ένας φροντιστής λοιπόν, όταν είμαστε ακόμα σε βρεφική ηλικία, είναι να μπορεί να καταλαβαίνει πως μπορεί να αισθανόμαστε και τι ανάγκες έχουμε παρατηρώντας τις μη λεκτικές, σωματικές μας ενδείξεις στα εσωτερικά ή εξωτερικά ερεθίσματα.

Ακόμα και όταν κατακτήσουμε όμως ως παιδιά την άμεση επικοινωνία των αναγκών μας μέσω λεκτικών εκφράσεων, τα συναισθήματα είναι αυτά που βοηθούν (εμάς και τους άλλους) να καταλάβουμε ποιες είναι αυτές οι ανάγκες και πόσο τελικά σημαντικές είναι για εμάς. Θα λέγαμε λοιπόν ότι αν δεν γνωρίζουμε το συναισθηματικό αλφάβητο, δεν μπορούμε να συνδεθούμε επαρκώς με τους άλλους.

Αυτή η γνώση έρχεται μέσα από την βοήθεια που μας παρέχουν οι πρώτοι φροντιστές μας, οι οποίοι στα πρώτα στάδια της ζωής μας ικανοποιούν ιδανικά σχεδόν όλες τις συναισθηματικές μας ανάγκες και αργότερα μας μαθαίνουν να τις αναγνωρίζουμε, να τις ιεραρχούμε και να νιώθουμε ικανοί να φροντίζουμε αυτές που είναι πιο σημαντικές για εμάς. Όσο μεγαλώνουμε, αποδεχόμαστε σιγά-σιγά ότι δεν μπορούμε να ικανοποιούμε όλες τις ανάγκες μας γιατί δεν ζούμε σε έναν κόσμο που περιστρέφεται μόνο γύρω από εμάς καθώς και ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι με εξίσου σημαντικές ανάγκες όπως οι δικές μας.

Η αποδοχή γίνεται πιο εύκολη όταν έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που συμπάσχουν με εμάς όταν βιώσουμε μια ματαίωση ή όταν δεν είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε κάποιες ανάγκες μας εκείνη τη στιγμή. Μέσα από το πως προσεγγίζουν λοιπόν τις συναισθηματικές μας ανάγκες οι πρώτοι φροντιστές, δίνεται ασυνείδητα το παράδειγμα και σε εμάς για το πως θα προσεγγίζουμε τις ανάγκες του εαυτού μας και των άλλων.

Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα επαρκές πρότυπο συναισθηματικής σύνδεσης από τους πρώτους φροντιστές μας ώστε να το χρησιμοποιήσουμε ως σημείο αναφοράς για να μπορέσουμε να έρθουμε κοντά και με άλλους ανθρώπους έχοντας γνήσια επιθυμία, αυθεντικότητα, σεβασμό και πραγματική ενσυναίσθηση.

Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, οι πρωταρχικές εμπειρίες της ζωής μας μπορεί να μην μας παρέχουν την επικύρωση που χρειαζόμαστε ή επιθυμούμε όσον αφορά τις συναισθηματικές μας ανάγκες για ασφάλεια, σύνδεση, αγάπη, αποδοχή, σεβασμό και κατανόηση. Η ανάγκη να προστατέψουμε ασυνείδητα τον εαυτό μας από τους άλλους είναι συχνά το αποτέλεσμα κάποιων αρνητικών καταστάσεων που αντιμετωπίσαμε στα πρώτα χρόνια της ζωής μας.

Τα εμπόδια που βάζουμε για να προστατέψουμε τον εαυτό μας όμως είναι και αυτά που φαίνεται να μας αποτρέπουν από το να χτίσουμε υγιείς σχέσεις με τους άλλους, να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε μια ανθρώπινη επαφή και τέλος να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Φτάνουμε τελικά στην ενηλικίωση και υποφέρουμε από έντονο άγχος στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, αλλά δεν ξέρουμε γιατί. Νιώθουμε μοναξιά, αλλά δεν ξέρουμε γιατί. Οι σχέσεις μας αποτυγχάνουν και δεν ξέρουμε πώς τα εμπόδια που βάζουμε μας σαμποτάρουν χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

 

 

Τι σημαίνει συνδέομαι πραγματικά με τους άλλους;

Η πραγματική και ουσιαστική σύνδεση με τους άλλους προκύπτει μέσα από την βίωση και την έκφραση των συναισθημάτων μας. Η ικανότητα να νιώθουμε όλα μας τα συναισθήματα χωρίς να μας κατακλύζει άγχος κατά τη διάρκεια μιας ανθρώπινης επαφής, μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε τις σχέσεις μας, να βασιζόμαστε στους άλλους όπως και αυτοί σε εμάς όταν προκύπτει μια δυσκολία στη ζωή μας, να οριοθετούμε τον εαυτό μας και εκείνους ώστε να υπάρχει ισοτιμία μεταξύ μας, να επικοινωνούμε ξεκάθαρα τις ανάγκες μας και να μπορούμε να ακούμε τις ανάγκες του άλλου με στόχο τη δημιουργία ενός σταθερού και αμοιβαία ικανοποιητικού δεσμού.

Μια ουσιαστική συναισθηματική σύνδεση με κάποιον άνθρωπο της ζωής μας λοιπόν, δεν αποκλείει την έκφραση αρνητικών συναισθημάτων. Τουναντίον, η δυνατότητα να νιώθουμε και να εκφράζουμε με λειτουργικό και εποικοδομητικό τρόπο τα αρνητικά μας συναισθήματα και να κάνουμε «δύσκολες» και «άβολες» συζητήσεις οι οποίες επιφέρουν επωφελείς αλλαγές στη σχέση μας μαζί του, δημιουργούν το αίσθημα ασφάλειας και αποδοχής που χρειαζόμαστε για να υπάρχει περισσότερη αυθεντικότητα και ελευθερία μέσα στη σχέση.

Μερικές φορές αυτό που αισθανόμαστε είναι η αγάπη, ενώ άλλες φορές μπορεί να μας κατακλύζει έντονος θυμός και να ξεχνάμε για λίγο τι είναι αυτό που μας έφερε κοντά με τον άλλο. Το πρώτο συναίσθημα δεν είναι πιο σημαντικό ή χρήσιμο σε σχέση με το δεύτερο. Το να αναγνωρίζουμε όμως ότι μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα και τα δύο μέσα μας και ότι απλώς επικυρώνουν κάθε φορά την αλήθεια της στιγμιαίας εμπειρίας μας, είναι υγιές και απελευθερωτικό.

Καταληκτικά, θα λέγαμε ότι μια σχέση μέσα στην οποία υπάρχει ασφάλεια, σεβασμός, αποδοχή, αυθεντικότητα και ελευθερία, είναι ένας χώρος εγγύτερης συνάντησης με τον άλλον όπου το αμοιβαίο μοίρασμα θετικών και αρνητικών συναισθημάτων, ευχάριστων και δυσάρεστων στιγμών, πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του εαυτού μας και του άλλου, ενδυναμώνει τη σχέση και μας βοηθά να εξελιχθούμε, ο καθένας με τους δικούς του ρυθμούς, μέσα σε αυτή.

 

Γιατί είναι σημαντική η σύνδεση με τους άλλους;

Η συναισθηματική σύνδεση με τους άλλους είναι σημαντική τόσο για την σωματική όσο και για την ψυχική μας υγεία. Αρχικά, η δημιουργία δεσμού με τους πρώτους φροντιστές της ζωής μας, εξασφαλίζει την βιολογική επιβίωσή μας. Η φυσική μας τάση, από τη γέννησής μας, είναι να προσεγγίσουμε τον μαστό της μητέρας όχι μόνο για να τραφούμε, αλλά για να συνδεθούμε μαζί της ώστε να λάβουμε φροντίδα, ασφάλεια και προστασία.

Μετέπειτα, η δημιουργία ανθρώπινων σχέσεων είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση μιας άλλης θεμελιώδους ανάγκης, αυτής του ανήκειν. Η ανάγκη να είμαστε μέρος μιας κοινότητας, ομάδας ή οικογένειας – ενός δικτύου ανθρώπων που υποστηρίζονται μεταξύ τους και βασίζονται ο ένας στον άλλο – αυξάνει τις πιθανότητες να επιβιώσουμε, να εξελιχθούμε συλλογικά, να νιώσουμε σημαντικοί ο ένας για τον άλλο και να εστιάσουμε σε κάτι μεγαλύτερο έξω από τον εαυτό μας το οποίο μας δίνει νόημα και σκοπό στη ζωή.

Από την άλλη μεριά, πρόσφατες μελέτες γύρω από την ευτυχία και την μακροβιότητα, έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν ένα τέτοιο υποστηρικτικό δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων στη ζωή τους, φαίνεται να εκδηλώνουν συχνότερα σωματικές παθήσεις (λ.χ., αυτο-άνοσα νοσήματα, καρδιοπάθειες, ινομυαλγία, παχυσαρκία, πρώιμη άνοια κτλ.) και να βιώνουν περισσότερο άγχος, στεναχώρια, απελπισία και μοναξιά στη ζωή τους. Επίσης, τα άτομα που στερούνται κοινωνικής υποστήριξης και συναισθηματικής σύνδεσης με τους άλλους, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν προβλήματα εθισμού με ουσίες, τζόγο, σεξ ή/και πορνογραφικό υλικό.

 

 

Με ποιον τρόπο σαμποτάρουμε τον εαυτό μας;

Υπάρχουν συνειδητοί και ασυνείδητοι λόγοι πίσω από τη δυσκολία να συνδεθούμε ουσιαστικά με τους άλλους και να δημιουργήσουμε αμοιβαία ικανοποιητικές σχέσεις. Κάποιοι από τους συνειδητούς λόγους είναι η αλόγιστη χρήση των κοινωνικών δικτύων που ενώ διευκολύνουν και επιταχύνουν την επικοινωνία, παράλληλα την καθιστούν ολοένα και πιο επιφανειακή, ευκαιριακή και κενή συναισθημάτων.

Επίσης, η κατάρρευση του θεσμού της οικογένειας και της κοινότητας σε συνδυασμό με την προώθηση ατομο-κεντρικών αξιών που συνδέονται με την επαγγελματική επιτυχία, την οικονομική επιφάνεια και την συσσώρευση υλικών αγαθών, μας αποξενώνουν από τους συνανθρώπους μας, μειώνουν τον χρόνο που αφιερώνουμε σε αυτούς, και μας κάνουν να βλέπουμε τις σχέσεις με αναλώσιμο και χρησιμοθηρικό τρόπο.

Για τους σκοπούς του άρθρου, θα επικεντρωθούμε στα ασυνείδητα εμπόδια που βάζουμε στον εαυτό μας με αποτέλεσμα να απομακρυνόμαστε από τους άλλους. Υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι για τη δημιουργία συναισθηματικής απόστασης με τους άλλους, αλλά ο κοινός παρονομαστής τους είναι η απόκρυψη και η λογοκρισία των ειλικρινών σκέψεων και συναισθημάτων λόγω του έντονου φόβου ότι θα κριθούμε/απορριφθούμε/εγκαταλειφθούμε/τιμωρηθούμε από τους άλλους.

Οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να συνδεθούν συναισθηματικά με τους άλλους έχουν ένα τείχος μέσα τους που τους κρατά σε απόσταση. Είναι ένα τείχος που αρχίσαμε να χτίζουμε από νωρίς στη ζωή μας, όσο περνούν τα χρόνια ενδυναμώνεται και ο σκοπός της ύπαρξής του είναι να προστατεύει το άτομο από τις δυσάρεστες συνέπειες μιας ανασφαλούς σχέσης (λ.χ. τιμωρία, κριτική, έλεγχος, εγκατάλειψη).

Μερικές φορές, αυτό το τείχος μας εμποδίζει να ανοίξουμε τα μάτια μας σε κάτι που μπορεί να μας ωφελήσει όπως είναι η ψυχοθεραπεία, αλλά αντιστεκόμαστε να επιλέξουμε. Η αντίσταση μέσα μας γίνεται πολύ ισχυρή, καθώς προχωράμε στην καθημερινή μας ζωή. Η καθημερινότητά μας μοιάζει βαρετή, προβλέψιμη και υπερβολικά άνετη, μέχρι που εν αγνοία μας εφησυχάζουμε και συνηθίζουμε την συναισθηματική κενότητα που υπάρχει στη ζωή μας.

Αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές επιλογές στη ζωή μας και τα αισθήματα απόγνωσης, στεναχώριας και απογοήτευσης εγκαθιδρύονται μέσα μας. Αυτά τα αισθήματα φαίνεται να παραμένουν, ανεξάρτητα από τις προσπάθειές μας να διασκεδάσουμε με «φίλους» ή συντρόφους, να κάνουμε ταξίδια, αγορές ή εντυπωσιακές  δραστηριότητες.

Πολλές φορές το αλκοόλ, ο τζόγος και άλλες ουσίες που αλλάζουν τη διάθεση και την εικόνα του εαυτού μας λειτουργούν ως τρόποι αυτό-θεραπείας για να ξεφύγουμε από το σωματικό άγχος και την κενότητα, με αποτέλεσμα να βυθιζόμαστε ακόμα περισσότερο στο φαύλο κύκλο της αυτό-τιμωρίας που έχουμε, εν αγνοία μας, δημιουργήσει.

Ένας άλλος ασυνείδητος τρόπος να κρατάμε τους άλλους σε απόσταση είναι η αρνητικότητα στον τρόπο που βλέπουμε τους άλλους. Αν διαπιστώνετε ότι εστιάζετε κυρίως στα αρνητικά σημεία της σχέσης σας με τους άλλους, μπορεί να νιώθετε αποκομμένοι από εκείνους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στις υπερβολικά υψηλές προσδοκίες για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι άλλοι απέναντί σας για να δείχνουν τον σεβασμό ή την εκτίμηση προς το πρόσωπό σας.

Ωστόσο, πίσω από τις υψηλές προσδοκίες που έχουμε για τους άλλους και την κριτική που τους ασκούμε όταν αυτές δεν εκπληρώνονται, μπορεί να έχουμε μια πυρηνική αρνητική εικόνα για τον εαυτό μας την οποία προσπαθούμε να ξεπεράσουμε, υποτιμώντας τους άλλους. Όταν ερχόμαστε σε επαφή με αυτή την εικόνα (π.χ. μετά από έναν χωρισμό ή μια επαγγελματική/ακαδημαϊκή αποτυχία), φοβόμαστε ότι οι άλλοι θα κάνουν το ίδιο σε εμάς, θα μας απορρίψουν ή θα μας υποτιμήσουν δηλαδή. Συνεπώς, για να το αποφύγουμε αυτό, παίρνουμε και πάλι απόσταση.

Αν κρατάμε λοιπόν για τον εαυτό μας μια ανώτερη εικόνα και αποδίδουμε στους άλλους μια κατώτερη (και αντίστροφα), αυξάνουμε το χάσμα μεταξύ μας, χάνουμε το ενδιαφέρον μας για εκείνους, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τι νιώθουν οι άλλοι για εμάς και τι νιώθουμε εμείς για εκείνους και κατ’ επέκταση είναι δύσκολο να νιώσουμε συνδεδεμένοι μαζί τους.

Κάτω από το βάρος των αποτυχημένων σχέσεων, της κενότητας και της απόγνωσης, τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν για εμάς με δύο τρόπους: είτε να αναζητήσουμε βοήθεια, είτε να παραμείνουμε εγκλωβισμένοι κάτω από αυτά τα εμπόδια. Ακόμα και όταν ζητάμε βοήθεια όμως, μπαίνει στη μέση το τείχος της απόστασης: η δυσκολία να ανοιχτούμε συναισθηματικά στον θεραπευτή.

 

ΒΕΔΨ: Πως μπορεί να μας βοηθήσει;

Όταν απλώνουμε το χέρι μας για να συναντήσουμε ένα άτομο και αντ’ αυτού συναντάμε ένα τείχος απόστασης, είτε είμαστε θεραπευτές, είτε όχι, έχουμε ποικίλες αντιδράσεις. Μπορεί να νιώσουμε θυμό απέναντι στο άτομο το οποίο προσπαθούμε να πλησιάσουμε. Μπορεί να εκδηλώσουμε αυτόν τον θυμό και να τον μετατρέψουμε σε μια προσπάθεια ελέγχου ή κολακείας για να ρίξουμε το τείχος. Μπορεί να προσποιούμαστε ότι τα τείχη δεν υπάρχουν και να συνεχίζουμε μια χρόνια απογοητευτική ψευδο-σχέση μαζί του. Άλλες φορές, μπορεί να ξεχνάμε παροδικά την αγάπη μας, να νιώθουμε μόνο το θυμό μας και να γινόμαστε σκληροί μαζί του. Μπορεί να απαντήσουμε ακόμη και με τους δικούς μας τοίχους.

Σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεωρία, αυτές οι αντιδράσεις απέναντι στο τείχος της απόστασης που βάζει το άτομο που έχει πληγωθεί σε προηγούμενες σχέσεις της ζωής του, ονομάζονται «αναπαραστάσεις». Με άλλα λόγια, αρχίζουμε να υποδυόμαστε ασυνείδητα τη σχέση που μας καλεί να έχουμε ο τοίχος της απόστασης, αντί για την ασφαλή σχέση που χρειάζεται από εμάς το άτομο ώστε να μπορέσει να βάλει στην άκρη  αυτόν τον τοίχο. Καταλήγουμε να σχετιζόμαστε με το εμπόδιο της απόστασης και όχι με το πληγωμένο άτομο που είναι κολλημένο κάτω από αυτό. Στη θεραπεία λοιπόν, ο στόχος του θεραπευτή είναι να προσεγγίσει το άτομο κάτω από το εμπόδιο της απόστασης, να του δείξει την καταστροφικότητά του και να το ωθήσει να το βάλει στην άκρη.

Στην Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία (ΒΕΔΨ), το πρώτο μας βήμα για να συνδεθούμε με κάποιον που μας απομακρύνει είναι να περιγράψουμε τις συμπεριφορές που συνθέτουν το τείχος, ώστε να μπορούν να γίνουν αντιληπτές, να εξεταστούν από το άτομο και να αποφασίσει έπειτα αν θα τις κρατήσει ή όχι. Μόνο αν αποφασίσει το άτομο να υπερβεί το τείχος της απόστασης στη θεραπεία βλέποντας ότι έχει λειτουργήσει μέχρι τώρα ως μια αυτό-επιβαλλόμενη φυλακή, μπορεί να υπάρξει η ασφάλεια για να ξεκινήσει η θεραπεία.

Η θεραπεία ξεκινά με την πρόσκληση που απευθύνει ο θεραπευτής απέναντι στο άτομο να αφήσει στην άκρη το τείχος  και να νιώσει τα ανάμεικτα συναισθήματα που κινητοποιούνται μέσα του όταν πάει να έρθει κοντά σε κάποιον, όπως είναι ο θεραπευτής. Αυτό συμβαίνει μέσα από κάποιες παρεμβάσεις που κάνει ο ΒΕΔΨ θεραπευτής όπως οι παρακάτω:

 

  • Παρατήρησες πώς όταν σε ρώτησα τι συναισθήματα υπάρχουν μέσα σου για μένα, άρχισες να μην με κοιτάς και να αποσύρεσαι στις σκέψεις σου;
  • Παρατήρησες πώς όταν σε ρώτησα πως νιώθεις για την επιτυχία που μοιράστηκες μαζί μου, εσύ ελαχιστοποίησες την πρόοδό σου και άρχισες να υποτιμάς τον εαυτό σου;
  • Παρατηρείς ότι ενώ πριν από ένα λεπτό ήθελες να δεις ανοιχτά και ειλικρινά τα συναισθήματα που είχες μέσα σου για μένα, τώρα εγκλωβίζεσαι σε ένα «δεν ξέρω» και υιοθετείς, χωρίς να το θέλεις, μια ανήμπορη στάση;

 

 

Συμπέρασμα

Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί μια σημαντική ρήξη σε κάποια πρώιμη σχέση της ζωής τους ως αποτέλεσμα κάποιου ψυχικού τραύματος (λ.χ., κακοποίηση, παραμέληση, εγκατάλειψη ή/και ψυχική ασθένεια φροντιστή), δημιουργούν έναν τοίχο ανάμεσα σε εκείνους και τους άλλους για να προφυλάξουν τον εαυτό τους από περισσότερο πόνο. Αυτός ο τοίχος όμως, στην ενηλικίωση, λειτουργεί περισσότερο ως φυλακή παρά ως πραγματική προστασία. Μιλώντας για τον τοίχο της απόστασης στη ΒΕΔΨ, μπορούμε να αποτρέψουμε την ενεργοποίηση του και την καταστροφική του επίδραση στη θεραπεία και σε άλλες καταστάσεις της ζωής του ατόμου ώστε να δημιουργήσουμε έναν ασφαλή χώρο όπου μπορεί να ριζώσει ένα νέο είδος σχέσης, η θεραπευτική.

Γιατί η πραγματική σύνδεση με τους άλλους είναι η πράξη του να μοιραζόμαστε και να νιώθουμε όσα έχουμε μέσα στην καρδιά μας. Μερικές φορές μπορεί να είναι το «σ’ αγαπώ» και άλλες φορές το «είμαι τόσο θυμωμένος μαζί σου». Για να νιώσουμε άνετα με τον θυμό, είναι σημαντικό να δούμε μέσα μας ότι υπάρχει βαθύτερα η αγάπη. Η θεραπεία λοιπόν στο τέλος πρέπει να είναι μια ιστορία αγάπης (Κ. Μόνας, προσωπική επίβλεψη, 2022).

 

 

 

 

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή μέρους ή ολόκληρου του άρθρου χωρίς προηγούμενη άδεια του αρθρογράφου.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...