1. Κρίσεις Πανικού & αντιμετώπιση

Ένα άτομο που βιώνει ένα επεισόδιο πανικού μπορεί να εκδηλώσει κάποια από τα παρακάτω σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα: αίσθημα παλμών (ταχυκαρδία), εφίδρωση, δύσπνοια, αίσθημα πλακώματος στο στήθος, σφίξιμο στο στήθος, μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα στα άκρα (κυρίως στο αριστερό χέρι), αίσθημα ζάλης, αστάθειας ή λιποθυμίας, γαστρική δυσφορία, απότομα κύματα ζέστης ή ρίγους, αίσθηση μη πραγματικότητας και αποξένωσης από τον εαυτό, φόβο είτε απώλειας ελέγχου, είτε τρέλας ή ακόμα και θανάτου.
Τα επεισόδια πανικού συμβαίνουν γιατί κάποιες αρχικές σωματικές αισθήσεις που προκαλούνται από διαφορετικές καταστάσεις που εμπεριέχουν έντονα συναισθήματα (λ.χ. απώλεια, διαπροσωπικές συγκρούσεις) ή από κάποια σχετικά αθώα γεγονότα (λ.χ. δημόσια ομιλία), εκλαμβάνονται ως πολύ περισσότερο επικίνδυνες από ότι πραγματικά είναι και ερμηνεύονται επίσης ως ενδεικτικές μιας άμεσα επερχόμενης καταστροφής (λ.χ. θα τρελαθώ, θα πάθω έμφραγμα). Με λίγα λόγια, η καταστροφική αξιολόγηση αυτών των σωματικών αισθήσεων παράγει μια άμεση αγχώδη απάντηση με πρόσθετα και περισσότερο έντονα συμπτώματα η οποία πολύ γρήγορα κορυφώνεται σε ένα επεισόδιο πανικού.
Αρχικά, αντί να προσπαθείς να ελέγξεις και να καταπνίξεις τις σωματικές αισθήσεις που εκλαμβάνεις ως δυνητικά επικίνδυνες, προσπάθησε να τις παρατηρήσεις χωρίς να εστιάζεις υπερβολικά την προσοχή σου σε αυτές και να σκεφτείς ότι το σώμα σου αντιδρά έτσι όχι επειδή τρελαίνεσαι ή παθαίνεις έμφραγμα, αλλά επειδή αγχώνεσαι. Το άγχος μπορεί να γίνει πολύ πιο έντονο αν σκεφτείς ότι απειλεί με κάποιον τρόπο την ζωή σου. Εκείνη τη στιγμή, οι σωματικές ενοχλήσεις θα ενταθούν και θα σκεφτείς ότι επιβεβαιώνεσαι και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα για σένα. Για να αποφύγεις αυτή την παρερμηνεία, έχε στο μυαλό σου ότι το άγχος είναι ένας φυσιολογικός μηχανισμός του σώματος που ενεργοποιείται όταν νιώθεις απειλή. Μπορεί σε ένα επεισόδιο πανικού να μην έρχεσαι αντιμέτωπος/η με μια πραγματική εξωτερική απειλή, αλλά με μια εσωτερική. Έτσι λοιπόν, θα σε βοηθούσε να ρωτήσεις τον εαυτό σου και, αν θέλεις, ακόμα και να καταγράψεις τις απαντήσεις σου στις ακόλουθες ερωτήσεις: 1. Πριν ξεκινήσω να παρατηρώ κάποιες ανησυχητικές σωματικές αισθήσεις, τι έκανα, που βρισκόμουν, με ποιον ήμουν; 2. Τι σκέψεις/εικόνες/σκηνές/συναισθήματα είχα εκείνη την στιγμή; 3. Έχω σκεφτεί/νιώσει κατά παρόμοιο τρόπο κάποια άλλη στιγμή στο παρελθόν; 4. Τι συμπέρασμα βγαίνει με αφορμή την ομοιότητα των καταστάσεων ή των εσωτερικών διεργασιών (σκέψεων/συναισθημάτων/εικόνων) που συνήθως προηγούνται των επεισοδίων πανικού που βιώνω;
Στην περίπτωση που βρεθούμε μαζί με έναν δικό μας άνθρωπο την στιγμή που βιώνει ένα επεισόδιο πανικού, είναι καλό να αποφύγουμε δηλώσεις όπως: «δεν έχεις τίποτα», «είναι όλα στο μυαλό σου», «ηρέμησε», «μην αγχώνεσαι» κτλ. Αντ’ αυτών, μπορούμε να τον ρωτήσουμε «Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σένα αυτή την στιγμή;» «Τι θα ήθελες να κάνουμε μαζί για να νιώσεις καλύτερα;» Τις περισσότερες φορές, μια σταθερή και ψύχραιμη παρουσία είναι το μόνο που χρειάζεται ο δικός μας άνθρωπος για να νιώσει καλύτερα. Μπορούμε να του υπενθυμίσουμε ότι έχει περάσει και άλλες τέτοιες δύσκολες στιγμές στο παρελθόν και ότι έχει καταφέρει να τις ξεπεράσει. Το να μείνουμε μαζί του και να τον βοηθήσουμε να εστιάσει στο να εισπνέει και να εκπνέει κανονικά λέγοντάς του ότι αυτό που βιώνει μπορεί να τον τρομάζει, αλλά δεν είναι απειλητικό για την ζωή του και ότι θα περάσει σύντομα, μπορεί να βοηθήσει σημαντικά.

2. Ποια η διαφορά ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας;

Η ψυχανάλυση είναι η πρώτη συστηματοποιημένη και ευρέως διαδεδομένη μέθοδος ψυχοθεραπείας η οποία βασίζεται στις θεωρίες του διάσημου και γνωστού σε όλους ψυχιάτρου-νευρολόγου Sigmund Freud. Η ψυχοθεραπεία είναι ένας ευρύς κλάδος που περιλαμβάνει όχι μόνο την ψυχανάλυση, αλλά και άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις όπως είναι η Γνωστική-Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ), η Συστημική-Οικογενειακή Θεραπεία και η Θεραπεία Gestalt. Λανθασμένα, πολλές φορές ταυτίζεται η ψυχοθεραπεία με την ψυχανάλυση, ίσως γιατί η πρώτη θεμελιώθηκε πάνω στους βασικούς πυλώνες της δεύτερης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, θεμελιωτές των μεταγενέστερων μεγάλων ψυχοθεραπευτικών σχολών, ξεκίνησαν την εκπαίδευσή τους ως ψυχαναλυτές!
Αρχικά, η πιο σημαντική διαφορά υπάρχει ανάμεσα στον ψυχολόγο και τον ψυχίατρο. Παρόλο που και οι δύο ασχολούνται με την παρατήρηση του τρόπου που οι εσωτερικές νοητικές διεργασίες (σκέψεις, συναισθήματα, παρορμήσεις) επηρεάζουν την συμπεριφορά του ανθρώπου, οι παρεμβάσεις του πρώτου περιορίζονται μόνο στην άσκηση της ψυχοθεραπείας και την ψυχομετρική αξιολόγηση για διαγνωστικούς σκοπούς, ενώ ο δεύτερος, ως γιατρός, έχει τη δυνατότητα χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής, στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο. Δεν είναι όλοι οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι ψυχοθεραπευτές, αλλά μετά από κατάλληλη εκπαίδευση μπορούν να προσθέσουν αυτή την ιδιότητα στον επαγγελματικό τους τίτλο. Στην Ελλάδα, η ιδιότητα του ψυχοθεραπευτή χρησιμοποιείται τις περισσότερες φορές καταχρηστικά, όχι μόνο από ψυχολόγος ή/και ψυχιάτρους, αλλά και από άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας όπως είναι οι σύμβουλοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι life coaches. Συνεπώς, πριν επιλέξουμε έναν ειδικό, είναι σημαντικό να κοιτάμε το βιογραφικό του και τις συστάσεις.
Υπάρχουν μορφές ψυχοθεραπείας που εστιάζουν περισσότερο στο παρόν, άλλες στο παρελθόν και κάποιες άλλες που ξεκινούν από το «εδώ και τώρα» με σκοπό την αναγωγή σε κάποια τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας. Δεν υπάρχει κάποια μεμονωμένη μορφή ψυχοθεραπείας που να λειτουργεί ως «πανάκεια» για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος. Αν θα μπορούσαμε να διαλέξουμε τρεις παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η μορφή της ψυχοθεραπείας που μας ταιριάζει καλύτερα, αυτοί θα ήταν: α) ιδιοσυγκρασία – ιδιαίτερα «αμυντικοί» και «κλειστοί» άνθρωποι δουλεύουν καλύτερα με κάποιες νέο-ψυχοδυναμικές μορφές ψυχοθεραπείας, όπως είναι η Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία (ΒΕΔΨ), β) προηγούμενη εμπειρία ψυχοθεραπείας – αν είχαμε δοκιμάσει στο παρελθόν μια γνωστική θεραπεία, θα μπορούσαμε τώρα να επιλέξουμε μια με πιο ψυχοδυναμική κατεύθυνση για να εμβαθύνουμε περισσότερο στα ζητήματα μας, γ) η φύση του προβλήματος ή των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε – σε καταστάσεις επαναλαμβανόμενων επεισοδίων πανικού όπου μας ενδιαφέρει η άμεση εξάλειψη του συμπτώματος για να είμαστε ξανά λειτουργικοί στην καθημερινότητά μας (π.χ. εργασία), η Γνωστική-Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ) παρέχει ένα σύνολο από παρεμβάσεις πρώτης γραμμής.

3. Πώς ξεκινά και πώς συνεχίζεται η θεραπεία;

Παραδοσιακά, στις περισσότερες μορφές θεραπείας, η πρώτη συνεδρία είναι αφιερωμένη στη λήψη του ιστορικού σας. Για να κατανοηθεί καλύτερα το ζήτημα που σας απασχολεί, θα χρειαστεί να συλλεχθούν κάποιες πληροφορίες αναφορικά με το πότε ξεκίνησε να σας απασχολεί, για πόσο διάστημα σας απασχολεί και κάτω από ποιες συνθήκες σας απασχολεί το εν λόγω ζήτημα ή ζητήματα. Σε κάποιες θεραπευτικές προσεγγίσεις που είναι εστιασμένες στη βίωση των συναισθημάτων, όπως είναι η Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία (ΒΕΔΨ), η πρώτη συνεδρία διαρκεί από 1.5 έως 2 ώρες και ονομάζεται «δοκιμαστική θεραπεία». Είναι μαζί θεραπευτική και διαγνωστική και έχει μια δυναμική οργάνωση που οδηγεί στην εξακρίβωση της αντοχής του ατόμου στο άγχος και στον τρόπο έκφρασης του άγχους ώστε να καθοριστεί η συνέχεια.
Μετά από την πρώτη συνεδρία, ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος συμφωνούν να συνεργασθούν πάνω στο θεραπευτικό μοντέλο που προτείνει ο θεραπευτής ορίζοντας την διάρκεια της κάθε συνεδρίας είτε στα 50’ είτε στα 60’. Στην ΒΕΔΨ, πραγματοποιείται κατά προσέγγιση ένας ορισμένος αριθμός συνεδριών που συνήθως δεν ξεπερνά τις 40. Φυσικά, υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να χρειασθούν περισσότερες από 40 συνεδρίες. Κατά μέσο όρο όμως, στις περισσότερες βραχύχρονες γνωστικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, ο αριθμός των συνεδριών που απαιτούνται είναι 16-25.
Οι στόχοι κάθε θεραπευτικής προσέγγισης καθώς και τα οφέλη της για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά μπορεί να διαφέρουν. Στην Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία (ΒΕΔΨ), ο βασικός στόχος είναι η εξάλειψη των ασυνείδητων τιμωρητικών ενοχών για όσα αισθάνεται ένας άνθρωπος που μπορεί να αντιμετωπίζει προβλήματα με τις σχέσεις τους, χρόνιο άγχος, κατάθλιψη, τάση για απομόνωση, κατάχρηση ουσιών κ.α. να Για να γίνει αυτό, θα πρέπει ο θεραπευτής να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να βιώσει όλα του τα συναισθήματα και συγχρόνως να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκαν τα συμπτώματά του. Μόνο έτσι ο δεύτερος θα μπορέσει να ζήσει μια πιο ελεύθερη, χαρούμενη και γεμάτη αυτο-φροντίδα ζωή. Στο τέλος, και οι δύο θα ανταμειφθούν από τη δημιουργία μιας όμορφης και συνεργατικής θεραπευτικής σχέσης.

4. Ψυχολογία και σχέσεις

Μια σχέση γίνεται τοξική όταν ένας ή και οι δύο σύντροφοι εκδηλώνουν συστηματικά κάποιες από τις παρακάτω συμπεριφορές: 1. Εμμένουν στο παρελθόν τονίζοντας διαρκώς τα λάθη του άλλου συντρόφου. 2. Εκδηλώνουν παθητικο-επιθετική συμπεριφορά (λ.χ. «κάνουν μούτρα», απιστούν, «γκρινιάζουν») καθώς δεν νιώθουν και δεν εκφράζουν ανοιχτά και ειλικρινά τα συναισθήματά τους. 3. Εκβιάζουν συναισθηματικά τον σύντροφό τους λέγοντάς του ότι αν δεν αλλάξει έτσι όπως θέλουνε, θα τον αφήσουν. 4. Δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα συναισθήματά τους και θεωρούν ότι οι άλλοι τους τα προκαλούν. 5. Εκδηλώνουν ζηλόφθονη και κτητική συμπεριφορά. 6. Προσπαθούν να καλύψουν τα πραγματικά προβλήματα με προσωρινές λύσεις (λ.χ. προσπαθούν να εξαγοράσουν με δώρα ή ταξίδια τον σύντροφό τους).
Ένας χωρισμός, πυροδοτεί μέσα μας συναισθήματα απώλειας. Μετά από αυτόν, το αναμενόμενο είναι να βιώσουμε λύπη ή ακόμα και πόνο. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, όταν βιώσαμε αποχωρισμούς, απώλειες ή εγκατάλειψη ως παιδιά, υπήρχαν πριν τον πόνο και την λύπη, συναισθήματα θυμού και οργής για τον άνθρωπο που μας εγκατέλειψε και έντονης ενοχής γι’ αυτά τα συναισθήματα. Τα συναισθήματα αυτά, συνήθως δεν βιώνονται σωματικά και στέλνονται μέσω κάποιων μηχανισμών στο πίσω μέρος του μυαλού μας, στο λεγόμενο ασυνείδητο. Όταν κινητοποιούνται μέσα από αναμνήσεις, συζητήσεις ή σκέψεις γύρω από τον χωρισμό απωθούνται εκ νέου στο ασυνείδητο και ως συνέπεια αυτού μπορεί να βιώνουμε άγχος, κατάθλιψη και ψυχοσωματικά συμπτώματα με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω και να δημιουργήσουμε νέες σχέσεις με άλλους ανθρώπους.
Η ανασφαλής προσκόλληση με τους πρώτους φροντιστές της ζωής μας, η αποφυγή συγκρούσεων με τον σύντροφό μας, η έλλειψη σεξουαλικής επαφής, το αίσθημα της μοναξιάς και τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας του ατόμου (λ.χ. ναρκισσιστική συμπεριφορά, αίσθημα υπεροχής) είναι κάποιοι από τους αυστηρά ψυχολογικούς λόγους που εξηγούν την απιστία. Από την άλλη μεριά, η απιστία ίσως να μην οφείλεται στην αναζήτηση ενός τρίτου ατόμου με το οποίο θα κάνουμε καλύτερο σεξ ή θα μας καταλαβαίνει περισσότερο – ίσως να είναι απλά μια προσπάθεια ανακάλυψης ενός νέου ή επανεύρεσης ενός ξεχασμένου εαυτού που αναδύεται μέσα από την σχέση μας με το τρίτο πρόσωπο.
Ο τρόπος που συνδεθήκαμε με τους γονείς μας (κυρίως μέχρι τα πρώτα 5 χρόνια της ζωής μας) επηρεάζει καταλυτικά το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εμάς να πιστέψουμε ότι οι άλλοι θα είναι δίπλα μας όταν τους χρειαστούμε, το πόσο ικανοί είμαστε να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας για να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον τους επιτρέποντάς τους παράλληλα να μας γνωρίσουν βαθιά και ουσιαστικά, το πόσο πρόθυμοι είμαστε να αποδεχτούμε και να προσφέρουμε συναισθηματική στήριξη (από και προς) στους άλλους και το πόσο επιδέξιοι είμαστε στον εντοπισμό εκείνων που δεν μας ταιριάζουν χωρίς να αποκλείουμε τους υπόλοιπους ανθρώπους από την ζωή μας. Πολλές φορές, όταν προσπαθούμε ασυνείδητα να αποφύγουμε κάποια έντονα και επώδυνα συναισθήματα που κινητοποιούνται κάθε φορά που πάμε να συνδεθούμε με κάποιον, απομακρυνόμαστε αντί να έρθουμε κοντά του με τον φόβο ότι μπορεί να πληγωθούμε ή να πονέσουμε. Η λύση της αυτο-επιβαλλόμενης απομόνωσης λοιπόν φαντάζει πιο «καλή» σε σχέση με την ανοιχτή και ειλικρινή αντιμετώπιση αυτών των συναισθημάτων. Συνεπώς, η μοναξιά δεν είναι τόσο ένα συναίσθημα όσο μια κατάσταση μέσα στην οποία μπορεί να βάζουμε τον εαυτό μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε για να αποφύγουμε κάποια συναισθήματα και να νιώθουμε πιο ασφαλείς.

5. Διατροφικές διαταραχές

Οι διατροφικές διαταραχές, με πιο γνωστές την νευρογενή ανορεξία και την νευρογενή βουλιμία, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την υπέρμετρη ενασχόληση του ατόμου με τον έλεγχο του βάρους του. Τα άτομα που πάσχουν έχουν συνήθως μια διαστρεβλωμένη εικόνα του σώματός τους και κατακλύζονται από δυσφορικές, έντονες και επίμονες σκέψεις που συνδέονται με χαμηλή αυτό-εκτίμηση, ευαισθησία στην απόρριψη, άγχος, κατάθλιψη, αισθήματα ανεπάρκειας, αναξιότητας και ντροπής. Κάποιες φορές, ο έλεγχος του βάρους και η κακομεταχείριση του σώματος για την επίτευξη της ιδανικής εικόνας είναι το αποτέλεσμα ανεπίλυτων συναισθηματικών ζητημάτων που ξεκινούν από τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και τα οποία έρχονται ξανά στην επιφάνεια όταν προκύπτουν απογοητεύσεις, συγκρούσεις ή ματαιώσεις στις τρέχουσες σχέσεις του.
Παρόλο που οι διατροφικές διαταραχές σχετίζονται με τον έλεγχο του σωματικού βάρους, η διάγνωση δεν βασίζεται μόνο στις αλλαγές που παρατηρούνται σε αυτό. Πριν παρατηρηθούν σημαντικές αλλαγές στο σωματικό βάρος, το άτομο που πάσχει εκδηλώνει κάποιες συμπεριφορές που άλλοτε σχετίζονται άμεσα και άλλοτε έμμεσα με το φαγητό οι οποίες είναι ενδεικτικές ότι υπάρχει πρόβλημα το οποίο όσο δεν αντιμετωπίζεται, γιγαντώνεται. Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί: 1. Να εκδηλώνει μια μυστικοπαθή συμπεριφορά γύρω από το φαγητό (π.χ. τρώει μόνη/ος, πηγαίνει τακτικά στην τουαλέτα). 2. Να παραλείπει γεύματα και να ζυγίζεται πολύ συχνά μέσα στην μέρα. 3. Να απομονώνεται κοινωνικά και να έχει πεσμένη διάθεση. 4. Να έχει χάσει το ενδιαφέρον του για χόμπι και δραστηριότητες που ήταν ευχάριστες παλιά. 5. Να υπάρχει ένταση στις σχέσεις του και μια γενική ευερεθιστότητα. 6. Να έχει αυξήσει σε υπερβολικό βαθμό την συχνότητα της σωματικής άσκησης άσχετα με τη κούρασή του ή τον αν είναι άρρωστος ή τραυματισμένος. 7. Να καθορίζει τον αυτοσεβασμό, την αξία, ή την ελκυστικότητα από την εμφάνιση και το βάρος του.
Αρχικά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσει το άτομο την εσωτερική δυσφορία που προκαλείται από την προσπάθειά του να ελέγξει το βάρος του καθώς και το πως οι συμπεριφορές ελέγχου (λ.χ. σωματική άσκηση, περιορισμένη πρόσληψη θερμιδών, επεισόδια υπερφαγίας, πρόκληση εμέτου, χρήση διαιτητικών χαπιών ή διουρητικών) πλήττουν την σωματική και την ψυχική του υγεία. Έπειτα, είναι καλό να έχει στο μυαλό του ότι η λύση για αυτό το ζήτημα πρέπει να έχει μια ολιστική κατεύθυνση όπου η αναζήτηση βοήθειας από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχολόγο ή/και ψυχίατρο) και παράλληλα διατροφολόγο είναι απαραίτητη. Αν το άτομο δεν είναι σίγουρο για την σοβαρότητα της κατάστασής του και πιστεύει ότι μπορεί να την ξεπεράσει μόνο του, θα ήταν βοηθητικό να κάνει μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση πρώτα με κάποιο έμπιστο και οικείο άτομο του φιλικού ή οικογενειακού κύκλου, ρωτώντας το αν έχει παρατηρήσει κάποιες αλλαγές το τελευταίο διάστημα στη διάθεση ή/και την συμπεριφορά του έχοντας την πρόθεση να ακούσει πραγματικά όμως τα λόγια του άλλου.
Συνήθως ένα άτομο που πάσχει από κάποια διατροφική διαταραχή, δεν έχει επίγνωση της κατάστασής του. Εάν ανησυχείτε λοιπόν για κάποιον δικό σας άνθρωπο, είναι σημαντικό να τον ενθαρρύνετε να αναζητήσει άμεσα βοήθεια από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας. Μπορείτε να ενημερωθείτε γενικά για τις διατροφικές διαταραχές πριν κάνετε κάποια συζήτηση μαζί του, εφόσον όμως αποφασίσετε να προχωρήσετε σε αυτή, θα ήταν καλό να γίνει με έναν ήπιο και περιγραφικό τρόπο γύρω από κάποιες συμπεριφορές που έχετε παρατηρήσει και σας έχουν ανησυχήσει περισσότερο. Καλό θα ήταν να αποφύγετε τέτοιου είδους συζητήσεις τις στιγμές που προηγούνται ή έπονται ενός γεύματος. Σημαντικό είναι να έχετε μια μη επικριτική στάση και να δείξετε συμπόνια και κατανόηση απέναντι στον άνθρωπό σας. Είναι πολύ πιθανό, μετά την συζήτηση να αισθανθεί θυμωμένος/η και να είναι επιθετικός/η, ωστόσο, μην χάσετε την υπομονή και την ψυχραιμία σας και προσπαθήστε να αποφύγετε μια θυμωμένη απάντηση στον δικό του θυμό. Εάν αναγνωρίσει ότι χρειάζεται βοήθεια, ενθαρρύνετέ τον/ην να την αναζητήσει άμεσα και προσφερθείτε να τον/ην συνοδεύσετε σε κάποιον ψυχολόγο ή ψυχίατρο και ειδικό διαιτολόγο-διατροφολόγο. Εάν προσπαθήσει να σας πείσει ότι είναι υγιής, μην εμπλακείτε σε καμία αντιπαράθεση με επιχειρήματα και πληροφορίες γύρω από αυτά που διαβάσατε για τη διαταραχή που υποπτεύεστε ότι μπορεί να έχει. Φροντίστε να τον/ην πλησιάσετε ξανά όταν θα είναι πιο ήρεμος/η λέγοντάς τους ότι εσείς θα παραμείνετε διαθέσιμοι και κοντά του/ης στην περίπτωση που θα ήθελε κάποια στιγμή να σας μιλήσει.

6. Ανοσοποιητικό/ Υγεία / Διατροφή

Πολλά θρεπτικά συστατικά επεμβαίνουν δραστικά και στη ψυχολογία μας, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ανάλογης διάθεσης. Το τι τρώμε επιδρά στο πώς αισθανόμαστε, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι ορισμένοι τύποι τροφίμων περιέχουν συστατικά ουσιώδους σημασίας για την καλή ψυχική υγεία, των οποίων η έλλειψη μπορεί να επιδεινώσει ψυχικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη. Για παράδειγμα, ένας φυσικός τρόπος για να αυξήσουμε ενδογενώς τα επίπεδα ενός νευροδιαβιβαστή, της σεροτονίνης, που όταν βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα διαταράσσεται η διάθεσή μας, είναι να καταναλώνουμε τροφές πλούσιες σε πρωτεΐνη όπως το κοτόπουλο, ο τόνος, ο σολομός, τα φασόλια και οι σπόροι. Επίσης, αρκετές επιστημονικές μελέτες έχουν καταδείξει μια συσχέτιση ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Β και στις ψυχιατρικές διαταραχές. Το φολικό οξύ (που ανήκει στην κατηγορία των βιταμινών Β) φαίνεται να διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στην πρόληψη της πεσμένης διάθεσης. Για να αυξήσετε το φολικό οξύ στον οργανισμό σας, μπορείτε να τρώτε πράσινα λαχανικά (ελάχιστα μαγειρεμένα) και όσπρια. Τέλος, η κατανάλωση επαρκούς ποσότητας ω3 λιπαρών οξέων που βρίσκονται στα ψάρια όπως η σαρδέλα, ο τόνος, το σκουμπρί και ο σολομός βελτιώνουν σημαντικά τη διάθεση.
Ο λόγος που κοιμόμαστε πηγαίνει πολύ πιο πέρα από την απλή αναπλήρωση των ενεργειακών μας επιπέδων. Κατά τη διάρκεια του ύπνου, ο εγκέφαλός μας καθαρίζει τα τοξικά παραπροϊόντα της νευρικής δραστηριότητας που απομένουν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Επίσης, βοηθά στη διατήρηση της μάθησης των πληροφοριών που προσλαμβάνουμε μέσα στην ημέρα και συμβάλλει στη δημιουργία νέων νευρωνικών συνάψεων στον εγκέφαλο. Από ψυχολογικής πλευράς λοιπόν, ο ύπνος βελτιώνει την λειτουργία της μνήμης και της προσοχής, μειώνει το άγχος και αυξάνει το αίσθημα της ευεξίας.
Όταν δεν υπάρχουν χρόνια προβλήματα αϋπνίας, αλλά θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την μειωμένη ποιότητα ύπνου, τα παρακάτω βήματα μπορούν να βοηθήσουν: 1. Επιλέγουμε μια συγκεκριμένη ώρα αφύπνισης, ανεξάρτητα από το πόσες ώρες κοιμηθήκαμε την προηγούμενη νύχτα. 2. Χρησιμοποιούμε το κρεβάτι μόνο για ύπνο ή για σεξ. Εάν χρησιμοποιούμε συχνά το κρεβάτι για δραστηριότητες εκτός από τον ύπνο ή το σεξ, ακούσια εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας να μένει ξύπνιος στο κρεβάτι. 3. Σηκωνόμαστε από το κρεβάτι όταν δεν μπορούμε να κοιμηθούμε και επιλέγουμε κάποιες χαλαρωτικές δραστηριότητες (λ.χ ανάγνωση βιβλίου, χαλαρωτική μουσική) μέχρι να αισθανθούμε ξανά υπνηλία. Μεγάλες περίοδοι αφύπνισης στο κρεβάτι συνήθως οδηγούν στο να να απογοητευόμαστε ή να ανησυχούμε επειδή δεν κοιμόμαστε. 4. Αποφεύγουμε τον ύπνο μέσα στην ημέρα. Ο ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας ικανοποιεί μερικώς τις ανάγκες μας για ξεκούραση και αποδυναμώνει το κίνητρο του ύπνου τη νύχτα. 5. Αποφεύγουμε την χρήση σκευασμάτων που περιέχουν καφεΐνη, την μελέτη για μια εξέταση, την προσπάθεια επίλυσης ένα περίπλοκου προβλήματος ή την σωματική δραστηριότητα τουλάχιστον 2 ώρες πριν τον ύπνο. 6. Αποφεύγουμε να καταναλώσουμε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ πριν τον ύπνο ως βοήθημα για να κοιμηθούμε. Τα αλκοολούχα ποτά μπορεί να κάνουν το άτομο να νυστάξει και να κοιμηθεί πιο εύκολα, αλλά προκαλούν πολύ περισσότερο διακοπτόμενο ύπνο και πολύ λιγότερο αναζωογονητικό από το κανονικό.

7. Άγχος και ψυχοσωματικά

Στις περιπτώσεις που το άγχος δεν είναι χρόνιο και ολοένα αυξανόμενο, αλλά εκφράζεται περισσότερο με την μορφή κάποιων ανήσυχων σκέψεων ή μυϊκής έντασης στο σώμα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, οι παρακάτω τρόποι μπορούν να μας βοηθήσουν να το διαχειριστούμε. Μπορούμε να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: 1. Ποια εμπειρικά δεδομένα από το παρελθόν συνηγορούν υπέρ και ποια κατά των σκέψεων που κάνω; 2. Ο τρόπος που επιλέγω να σκεφτώ για την κατάσταση αυτή είναι ο μόνος δυνατός και σωστός; 3. Ποια είναι η ανάγκη μου πίσω από την προσπάθεια να έχω πάντα δίκιο για όσα σκέφτομαι; 4. Για ποιο λόγο επιλέγω συχνά να σκέφτομαι την αρνητική και όχι την θετική έκβαση μιας κατάστασης; 5. Μπορώ να κάνω κάτι για την κατάσταση που με ανησυχεί; 6. Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της διαρκούς ανησυχίας; 7. Τι θα έλεγα στον καλύτερό μου φίλο αν έκανε τις ίδιες σκέψεις με εμένα; 8. Πόσο σημαντικές θα είναι αυτές οι σκέψεις σε 5 χρόνια από τώρα; Είναι καλό να έχουμε στο μυαλό μας ότι όσο παρατηρούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά απλά ως «προϊόντα» του μυαλού μας και όχι ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα ή προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητάς μας (π.χ. αισθάνομαι θυμωμένος και όχι είμαι θυμωμένος), τόσο καταφέρνουμε να αποδυναμώσουμε όχι μόνο την έντασή τους, αλλά και την επίδραση που ασκούν πάνω μας.
Με λίγα λόγια, θα λέγαμε ότι τα άτομα που ταλαιπωρούνται από χρόνιο άγχος και λόγω κάποιων ιδιοσυγκρασιακών και περιβαλλοντικών παραγόντων (ιστορικό κακοποίησης, παραμέλησης, απώλειες, συναισθηματική αποστέρηση, διαζύγιο γονέων κ.α.) έχουν χαμηλή ανοχή σε αυτό, είναι πιο πιθανό να ταλαιπωρούνται από ψυχοσωματικά συμπτώματα. Σε καταστάσεις στην ενήλικη ζωή (λ.χ. συγκρούσεις, χωρισμοί κ.α.) όταν κινητοποιούνται συναισθήματα που δεν αναγνωρίζονται συνειδητά από το άτομο, το άγχος τους ανεβαίνει. Όταν το άγχος ανεβαίνει, το άτομο μπορεί να υποφέρει από πόνους στο στομάχι του ή γαστρίτιδες ή πεπτικά έλκη ψυχογενούς αιτιολογίας ή από συχνές διάρροιες ή δυσκοιλιότητα ή από ασθματικές καταστάσεις ή από ψυχογενή αρτηριακή υπέρταση ή ημικρανίες. Σε άλλα άτομα, με ακόμη πιο έντονη άνοδο του άγχους, αυτό μπορεί να επηρεάζει τη συγκέντρωση της σκέψης τους ή ακόμη και την λειτουργία της όρασής τους ή/και της ακοής (γνωστικό-αντιληπτικό σύστημα). Για να αντιμετωπίσει το άγχος, το άτομο ασυνείδητα επιστρατεύει κάποιους μηχανισμούς που στην ψυχοθεραπεία λέγονται άμυνες. Αυτές οι άμυνες, ρίχνουν προσωρινά τα υψηλά επίπεδα του άγχους, αλλά καθιστούν μακροπρόθεσμα το άτομο πιο αδύναμο, καταθλιπτικό και ανήμπορο. Συνεπώς, τα άτομα αυτά συνεχίζουν να συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους όταν ανεβαίνει το άγχος τους, με αποτέλεσμα όχι μόνο να δυσφορούν έντονα, αλλά και να καθίστανται έντονα δυσλειτουργικά στις επαγγελματικές, διαπροσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις.
Στην ψυχοθεραπεία και συγκεκριμένα στη Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία (ΒΕΔΨ), ο θεραπευτής παρατηρεί τις εκδηλώσεις του άγχους στο σώμα του θεραπευόμενου και του μαθαίνει να κάνει το ίδιο και να ελέγχει το επίπεδο της ανόδου του από την αρχή. Αυτή η διαδικασία βοηθά το άτομο να βιώνει το άγχος του αποκλειστικά στους εκούσιους μύες του ως μυϊκή ένταση και όχι στα σπλάχνα του ή στον εγκέφαλό του. Με άλλα λόγια, το βοηθά να κτίσει την ικανότητά του να αντέχει ακόμη μεγαλύτερη άνοδο του άγχους του, χωρίς να παρουσιάζει τα ανωτέρω παθολογικά φαινόμενα και παράλληλα να διαπιστώνει τι συναισθήματα υπάρχουν κάτω από αυτό που το πυροδοτούν.

8. Ψυχολογία και εγκυμοσύνη

Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, θα βιώσετε τεράστιες σωματικές και ψυχολογικές αλλαγές. Μπορεί να αισθάνεστε ενθουσιασμό και χαρά στην σκέψη ότι θα φέρετε μια νέα ζωή στον κόσμο και μετά αυτό το συναίσθημα μπορεί να έχει αντικατασταθεί από τον φόβο για το άγνωστο της διαδικασίας ή τις πιθανές δυσκολίες που θα συναντήσετε ως νέα μητέρα. Δεν είναι αφύσικο να βιώνετε πολλά συναισθήματα ταυτόχρονα ή να περνάτε από το ένα στο άλλο πάρα πολύ γρήγορα. Πολλές μελλοντικές μητέρες αναρωτιούνται αν θα τα καταφέρουν, ανησυχούν για την υγεία του μωρού τους και για το πόσο καλά θα αντεπεξέλθουν στο νέο τους ρόλο. Μπορεί να έχετε ανησυχίες για το τι αλλαγές θα επέλθουν στον γάμο ή στη σχέση σας λόγω του μωρού. Συνεπώς, τα αισθήματα φόβου είναι πέρα για πέρα φυσιολογικά και δικαιολογημένα. Αυτές οι ξαφνικές αλλαγές εμφανίζονται συχνότερα κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και προς το τέλος του τρίτου τριμήνου. Μάλιστα, οι ορμονικές διακυμάνσεις (αλλαγές στα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης) που προκαλούνται στην έκτη με δέκατη εβδομάδα μπορούν να σας κάνουν ιδιαίτερα επιρρεπείς σε αυτό το συναισθηματικό μπέρδεμα όπου η χαρά αναμειγνύεται με τον φόβο.
Υπάρχουν μερικοί τρόποι να βοηθήσετε την κατάσταση. Είναι σημαντικό να κοιμάστε όσο περισσότερο μπορείτε και να ασκείστε τακτικά – στο επίπεδο που το σώμα σας επιτρέπει. Φροντίστε η διατροφή σας να είναι γεμάτη με υγιεινά τρόφιμα. Μην μένετε νηστική για πολλή ώρα, καθώς αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα, προκαλώντας περισσότερες συναισθηματικές κρίσεις. Επίσης, είναι η κατάλληλη εποχή για να δεχθείτε όση περισσότερη στήριξη γίνεται από τους κοντινούς σας ανθρώπους. Μιλήστε με τον σύντροφο ή/και την οικογένειά σας, δώστε τους να καταλάβουν πώς αισθάνεστε, και μοιραστείτε μαζί τους αυτά που σας προκαλούν ανησυχία και άγχος. Το πιο σημαντικό είναι να φέρεστε καλά στον εαυτό σας. Είναι απολύτως φυσιολογικό, μέχρι και αναμενόμενο, να βιώνετε αυτές τις συναισθηματικές αλλαγές και δεν χρειάζεται να κρίνετε τον εαυτό σας γι’ αυτό.
Αν έχετε ιστορικό κατάθλιψης, αγχώδους διαταραχής ή κάποιου άλλου προβλήματος ψυχολογικής φύσης, αναφέρετέ τα στον/ην γυναικολόγο σας. Επίσης, θα ήταν συνετό να ενημερώσετε τον γιατρός σας αν η οικογένειά σας έχει ιστορικό ψυχικής ασθένειας. Αν βιώνετε τα παρακάτω, είναι σημαντικό να συμβουλευτείτε έναν ειδικό ψυχικής υγείας: 1. Σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα της όρεξης. 2. Σημαντική πτώση της ενέργειας. 3. Έντονα αισθήματα ενοχής. 4. Δυσκολία στην μνήμη και τη συγκέντρωση. 5. Υπερβολικό άγχος και οξυθυμία. 6. Σοβαρά προβλήματα στον ύπνο.

9. Ψυχολογικό Προφίλ της ΔΕΠΥ

Στους ενήλικες, τα πυρηνικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ, είναι η απροσεξία, η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα, αν και εκφράζονται διαφορετικά από ότι στα παιδιά. Οι ενήλικες βιώνουν την υπερκινητικότητα ως ένα εσωτερικό συναίσθημα ανησυχίας, αδυναμίας να ηρεμήσουν καθώς και με υπερβολική φλυαρία, ενώ η απροσεξία και η παρορμητικότητα τους ακολουθούν σε πιο μετριασμένο βαθμό καθώς τα χρόνια περνούν και μπορεί να τους οδηγούν σε επιλογή εργασιακών θέσεων που ενέχουν ρίσκο ή/και στη δημιουργία έντονων διαπροσωπικών σχέσεων μικρής διάρκειας. Μπορεί η ΔΕΠΥ να είναι μια διαταραχή με νευροβιολογικό υπόβαθρο, τα άτομα που έχουν διαγνωστεί όμως από παιδιά, μπορούν με την εφαρμογή γνωστικών-συμπεριφορικών τεχνικών να μειώσουν σημαντικά την ένταση των συμπτωμάτων.
Οι κύριες συμπεριφορικές εκδηλώσεις της διαταραχής είναι η διάσπαση της προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι η ένταση των συμπεριφορών, η συχνότητά τους και το πλαίσιο της εμφάνισης τους (το οποίο δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο σε ένα, όπως το σχολείο, για να μπει η διάγνωση) συνυπολογίζονται μαζί με τα διαγνωστικά κριτήρια. Με βάση τα συμπτώματα που επικρατούν στα παιδιά σχολικής ηλικίας διακρίνουμε τρεις τύπους ΔΕΠΥ: 1. Τύπος Απροσεξίας: δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, αποσπάται εύκολα από άσχετα ερεθίσματα, δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες,αποφεύγει εργασίες που απαιτούν συστηματική πνευματική προσπάθεια, ξεχνά τις σχολικές εργασίες, χάνει πράγματα και γενικά είναι ανοργάνωτος/η. 2. Τύπος Παρορμητικότητας/Υπερκινητικότητας: δυσκολεύεται να παραμείνει καθισμένος/η, κουνάει χέρια, πόδια, ή στριφογυρίζει στην καρέκλα, κοιτά συνέχεια γύρω του και πειράζει τους άλλους,, σηκώνεται όταν δεν επιτρέπεται,τρέχει και σκαρφαλώνει υπερβολικά, δεν σκέφτεται πριν αντιδράσει, απαντάει πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση, μιλάει συνεχώς, δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του, στα παιχνίδια δεν ακολουθεί κανόνες διακόπτει ή ενοχλεί τους άλλους. 3. Συνδυασμένος τύπος: Είναι επίσης συνηθισμένος τύπος ΔΕΠΥ στα παιδιά και στους εφήβους όπου παρουσιάζεται συνδυασμός κάποιων από τα παραπάνω συμπτώματα.  
Η βασική θεραπευτική προσέγγιση που έχει βρεθεί να είναι περισσότερο αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ είναι η Γνωστική-Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ). Η ΓΣΘ είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας, που στοχεύει στο να βοηθήσει το άτομο με ΔΕΠΥ να αναπτύξει δικούς του τρόπους επίλυσης προβλημάτων και να αποκτήσει περισσότερο αυτοέλεγχο, να αμφισβητήσει τις βαθύτερες δυσλειτουργικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και να ρυθμίσει το συναίσθημά του. Έχει ένα συμβουλευτικό και συνεργατικό χαρακτήρα και διευκολύνει το θεραπευόμενο να εκπαιδευθεί στην αυτό-καθοδήγηση, στη βελτίωση των δεξιοτήτων διαχείρισης προβλημάτων και στην αντιμετώπιση του άγχους. Πέρα από τις τεχνικές όμως, ο σκοπός της είναι να λειτουργεί επουλωτικά, και να βοηθάει το άτομο να δει τον εαυτό του πιο ολοκληρωμένα και όχι, όπως πριν, μέσα σε μαθημένους και πολωμένους ρόλους του «τεμπέλη», «εγωκεντρικού», «κακομαθημένου» και «χαζού» παιδιού για όλα όσα του συνέβαιναν. Με γνώμονα πια την νέα κατανόηση της πηγής των προβλημάτων του, μειώνονται οι άμυνες του και το άτομο σταματά να αυτό-τιμωρείται μέσα από συμπεριφορές (λ.χ. χρήση ουσιών, εξάρτηση από τζόγο) που επαληθεύουν ασυνείδητα τους μαθημένους ρόλους που του έχουν αποδωθεί. Οι δικαιολογίες, η άρνηση και η αναβλητικότητα μετατρέπονται σε εξηγήσεις και στρατηγικές αντιμετώπισης των δυσκολιών του καθώς το άτομο αναγνωρίζει τα συναισθήματα που είχε πίσω από αυτές τις συμπεριφορές και τα ενσωματώνει με την βοήθεια του θεραπευτή εννοιολογικά σε ένα νέο πλαίσιο. Επίσης, η αυτοπεποίθησή του ενισχύεται, καθώς αρχίζει να βάζει και συχνά να κατακτά ρεαλιστικούς στόχους. Τέλος, βλέπει πιο καθαρά και αποδέχεται τα ελλείμματα και τις αδυναμίες του, (όπως και τα δυνατά του σημεία), ενώ παράλληλα βελτιώνονται οι σχέσεις του με την/τον σύντροφο και την οικογένεια. 

10. Διπολική Διαταραχή

Η διπολική διαταραχή είναι γνωστή και με τον όρο μανιοκατάθλιψη. Διακρίνεται από 2 υπο-τύπους ανάλογα με την σοβαρότητά της. Το άτομο που πάσχει, διανύει περιόδους μανίας ή υπομανίας (διάρκειας λίγων ημερών έως μερικών εβδομάδων) οι οποίες συνήθως ακολουθούνται από περιόδους έντονης κατάθλιψης με αυξημένο τον κίνδυνο της αυτοκτονίας. Πρόκειται για μία ψυχική νόσο με έντονο βιολογικό υπόβαθρο η εμφάνιση της οποίας ενεργοποιείται με την παρουσία ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Τα κύρια συμπτώματα του ατόμου είναι η έντονη ενεργητικότητα, η υπερβολικά καλή ή κακή διάθεση, η υπερδιέγερση, η έντονη αυτοπεποίθηση, η μειωμένη αίσθηση κινδύνου, η μεγαλομανία, οι χαλαροί ηθικοί φραγμοί και η έλλειψη μέτρου. Πολύ συχνό σύμπτωμα είναι και η αϋπνία. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της μανίας. Η υπομανία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά μεν, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Τα συμπτώματα των επεισοδίων κατάθλιψης περιλαμβάνουν κακή διάθεση, αίσθημα κόπωσης, μειωμένη λειτουργικότητα, απάθεια, τάσεις αυτοκτονίας, απροθυμία να περιποιηθεί την εξωτερική του εμφάνιση, ενοχικότητα και διαταραχές βάρους.
Ο αρμόδιος γιατρός για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής είναι ο ψυχίατρος. Η διάγνωση βασίζεται σε κλινική εξέταση που περιλαμβάνει καταγραφή του ιστορικού του πάσχοντος καθώς και της τρέχουσας λειτουργικότητάς του.
Η διπολική διαταραχή αντιμετωπίζεται κυρίως με φαρμακευτική αγωγή, την οποία θα χρειαστεί να λαμβάνει κατά πάσα πιθανότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ο άνθρωπος που πάσχει. Σε ρυθμισμένα φαρμακευτικά και σταθεροποιημένα μανιακά επεισόδια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια μορφή θεραπείας που είναι εστιασμένη τόσο στις σκέψεις όσα και στα συναισθήματα του ατόμου, φροντίζοντας όμως πάντα να μην ανεβαίνει ιδιαίτερα το άγχος του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί με την ψυχοθεραπεία να μειωθούν οι υποτροπές, ο αριθμός και οι δόσεις των φαρμάκων και να είναι ο ασθενής πιο λειτουργικός. Σημαντικό ρόλο τόσο στην ψυχοθεραπευτική όσο και στη φαρμαλευτική αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής, παίζει η ψυχολογική υποστήριξη του ατόμου από το οικογενειακό του περιβάλλον.
Αν κάποιο κοντινό σας πρόσωπο έχει διπολική διαταραχή μπορεί να θελήσετε να το βοηθήσετε να αισθανθεί καλύτερα. Ορισμένες φορές είναι δύσκολο να γνωρίζετε από πού να αρχίσετε. Μπορεί να νιώθετε σύγχυση ή να είστε θυμωμένος/η από τη συμπεριφορά του και να μην ξέρετε τι να κάνετε ή τι να πείτε. Ωστόσο, εφόσον βρείτε αυτό που σας κάνει να θέλετε να προσφέρετε βοήθεια στον άνθρωπό σας, υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να ξεκινήσετε. Αρχικά, είναι σημαντικό: 1. Να τον/ην ακούτε. Πείτε του ότι όποτε θέλει να μιλήσει είστε διαθέσιμοι. Μπορεί να μην ανοίγεται όλη την ώρα, αλλά θα χαρεί να ξέρει ότι είστε ανοικτός όποτε το χρειαστεί. 2. Να τον/ην ενθαρρύνετε. Πείτε του ότι η πάθηση δεν τον καθορίζει. Δεν είναι προσωπικό ελάττωμα και δεν τον αντιπροσωπεύει καθ’ ολοκληρίαν ως άτομο. Επίσης, μπορείτε να τον προτρέψετε να ανοιχτεί και να συμμετάσχει σε μια ομάδα στήριξης η οποία μπορεί να αποτελέσει τόπο μοιράσματος κοινών εμπειριών με άλλους πάσχοντες. Αν διστάζει να πάει μόνος, προσφερθείτε να τον/ην συνοδεύσετε. 3. Να είστε ψύχραιμοι. Κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου διπολικής διαταραχής, το αγαπημένο σας πρόσωπο δεν είναι ο εαυτός του. Μπορεί να κάνει παράξενα και εξοργιστικά πράγματα όταν έχει μανία ή να είναι άτονος και αδρανής όταν έχει κατάθλιψη. Αν ξεσπάσει σε εσάς, αποφύγετε μια αντίδραση στο ίδιο ύφος. Να θυμάστε ότι είναι τα συμπτώματα της διαταραχής πίσω από τη συμπεριφορά του. 4. Να μείνετε συντονισμένοι με το πρόγραμμά του. Το τακτικό πρόγραμμα μπορεί ενδεχομένως να βοηθήσει να έχει ο αγαπημένος σας μια σταθερή διάθεση. Μπορείτε να τον συμβουλεύσετε να πηγαίνει στο κρεβάτι και να ξυπνά γενικά την ίδια ώρα κάθε μέρα.

11. Ψυχική Υγεία και Πρώτες Βοήθειες

Οι Α' ΒΨΥ είναι ένα σύνολο από δεξιότητες που μπορούν να εφαρμοστούν από όλους τους ανθρώπους και περιγράφονται ως μια ανθρώπινη και ενθαρρυντική ανταπόκριση σε έναν οποιονδήποτε συνάνθρωπο (ενήλικα ή παιδί) που υποφέρει και που μπορεί να χρειάζεται στήριξη λόγω μιας εξωτερικής ή εσωτερικής κατάστασης κρίσης.
1. Την εκτίμηση των αναγκών και των ανησυχιών των συνανθρώπων μας, 2. Την παροχή βοήθειας για την κάλυψη βασικών αναγκών (όπως είναι η τροφή και η στέγη), 3. Την αναγνώριση των συμπτωμάτων που υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ψυχικού ζητήματος, 4. Την ενεργητική ακρόαση των συνανθρώπων μας, χωρίς την άσκηση πίεσης για να μιλήσουν, 5. Τη διαδικασία έναρξης μιας υποστηρικτικής συζήτησης με σκοπό τον καθησυχασμό και την ηρεμία του συνανθρώπου μας, 6. Την βοήθεια για διασύνδεση με πληροφορίες, υπηρεσίες και κοινωνική υποστήριξη, 7. Την προστασία τους από περαιτέρω σωματική ή ψυχική βλάβη.
1. Κάτι που μπορούν να παρέχουν μόνο οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας. 2. Κάτι που χρειάζονται όλοι όσοι έχουν βιώσει κάποιο τραυματικό γεγονός στη ζωή τους. 3. Κάτι που παρέχουμε ή προσπαθούμε να επιβάλλουμε σε όσους δεν το επιθυμούν (ακόμα και αν είναι φίλοι ή συγγενείς). 4. Μια μορφή συμβουλευτικής ή ψυχοθεραπείας, καθώς δεν συνεπάγονται τη λεπτομερή συζήτηση του ψυχοπιεστικού γεγονότος ή τη διερεύνηση των σκέψεων, των συναισθημάτων και των αντιδράσεων σε αυτό το γεγονός. 5. Μια μορφή «ψυχολογικής αποφόρτισης» κατά την οποία ζητάμε από τα άτομα να αναλύσουν όσα συνέβησαν ή να τα τοποθετήσουν σε χρονική σειρά.
1. περίεργη ή ασυνήθιστη σκέψη, 2. σημαντική μείωση της καθημερινής δραστηριότητας, 3. δυσκολία συγκέντρωσης ή μνήμης, 4. σημαντική πτώση απόδοσης στην εργασία ή το σχολείο, 5. σημαντική απόσυρση από φίλους και οικογένεια, 6. παραμέληση της αυτο-φροντίδας (π.χ. παραμέληση της προσωπικής εμφάνισης, της υγιεινής και κακή διατροφή), 7. αυτοκτονικές σκέψεις ή συμπεριφορές μη αυτοκτονικού αυτοτραυματισμού (σκόπιμος αυτοτραυματισμός), 8. καταστροφική ή υψηλού κινδύνου συμπεριφορά (π.χ. επικίνδυνη οδήγηση, συμμετοχή σε καυγάδες), 9. σύγχυση και αποπροσανατολισμός, 10. συναισθηματικές εκρήξεις, 11. προβλήματα ύπνου, 12. αλλαγές βάρους ή όρεξης, 13. προβλήματα χρήσης ουσιών, 14. αισθήματα ενοχής ή αναξιότητας.
Κάποια λόγια που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να δείξουμε υποστήριξη σε κάποιον που αντιμετωπίζει ζητήματα ψυχικής φύσης είναι: «Μην νομίζεις ότι πρέπει να το αντιμετωπίσεις μόνος/η σου αυτό. Είμαι εδώ για σένα. Τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα».   «Θέλω να βοηθήσω, αλλά δεν θέλω να επέμβω, γι’ αυτό πες μου αν νιώσεις κάποια στιγμή ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο».   «Δεν είμαι σίγουρος τι να κάνω για να σε βοηθήσω, αλλά πιστεύω ότι μπορούμε να βρούμε μαζί ένα τρόπο για να νιώσεις καλύτερα».   «Θα ήθελες να κάνουμε κάτι μαζί που πιστεύεις ότι μπορεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα;»   «Τι έχεις δοκιμάσει μέχρι τώρα για να αντιμετωπίσεις αυτό που σου συμβαίνει; Τι σε έχει βοηθήσει και τι όχι; Σκέφτηκες να ζητήσεις βοήθεια από κάποιον ειδικό;»
Καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας ότι μπορεί να χρειαστεί χρόνος μέχρι να νιώσει ο άνθρωπός μας έτοιμος να μιλήσει σε κάποιον ειδικό. Μπορεί να μην συμφωνείτε με την απόφασή του, αλλά πρέπει να την σεβαστείτε γιατί μόνο όταν αναπτύξει ο ίδιος το κίνητρο για αλλαγή, θα μπορέσει να λάβει ουσιαστική βοήθεια από κάποιον επαγγελματία. Διαβεβαιώστε τον ότι δεν είναι μόνος του και συζητήστε μαζί του, εφόσον θέλει, για τα πιθανά εμπόδια που υπάρχουν προς την κατεύθυνση αυτής της απόφασης. Αν ανησυχείτε ότι μπορεί να βλάψει τον εαυτό του, ρωτήστε τον. Η ανοιχτή συζήτηση, τις περισσότερες φορές, και εφόσον το άτομο δεν είναι 100% αποφασισμένο, μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά. Να θυμάστε ότι ακόμα και για έναν ειδικό, είναι συχνά πολύ δύσκολο να αποτρέψει κάποιον που έχει αποφασίσει να δώσει τέλος στην ζωή του. Συνεπώς, αν διαπιστώσετε ότι ο άνθρωπός σας έχει αποσυρθεί πλήρως και δεν πιστεύει σε καμία άλλη λύση πέραν της αυτοκτονίας, πρέπει να ενημερώσετε τους κοντινούς του ανθρώπους ή/και τις αρχές.
 

12. Άγχος Υγείας

Το Άγχος Υγείας ή η Υποχονδρίαση είναι ένας όρος που περιγράφει είτε τον φόβο ενός ατόμου ότι θα αναπτύξει μια σοβαρή σωματική ασθένεια, είτε την ακλόνητη πεποίθησή του ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια παρά τις ιατρικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο.
1. Διαρκής αναζήτηση καθησυχασμού από τα κοντινά πρόσωπα και το ιατρικό προσωπικό ότι δεν πάσχουμε από κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια. 2. Διαρκής ενασχόληση με την υγεία μας. Η αναζήτηση πληροφοριών στο ίντερνετ, οι συχνές ιατρικές εξετάσεις και η αυτο-εξέταση εντείνουν μακροπρόθεσμα το άγχος που εκδηλώνεται στο σώμα με διάφορους πόνους (κυρίως στο κεφάλι, στο στήθος, στην πλάτη, στην μέση, στα άκρα, στο στομάχι) ή καθιστά τους υπάρχοντες λιγότερο ανεκτούς. 3. Αυξημένη εστίαση στις σωματικές ενοχλήσεις. Η συνεχής παρατήρηση και ο έλεγχος των σωματικών συμπτωμάτων για οποιαδήποτε μικρή αλλαγή στη σοβαρότητα ή την ένταση τους, αυξάνει την ανησυχία μας, παρέχει λίγες χρήσιμες πληροφορίες (καθώς είναι φυσιολογικό να διαφοροποιείται η αίσθηση του σώματός μας μέσα στην μέρα) και χειροτερεύει τα συμπτώματα. 4. Εξάρτηση από συνταγογραφούμενα φάρμακα για την ανακούφιση των σωματικών συμπτωμάτων τα οποία παραμένουν λόγω της απουσίας κάποιας παθολογικής αιτίας. 5. Τάση προς απομόνωση. Η απομάκρυνση από τα κοντινά πρόσωπα και η αποφυγή επαγγελματικών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων εντείνει το αίσθημα της μοναξιάς και της θλίψης.
1. Να σταματήσουμε να ψάχνουμε καθησυχασμό από τους άλλους. Όλοι χρειαζόμαστε κάποιες φορές καθησυχασμό από φίλους ή συγγενείς όταν ανησυχούμε για την υγεία μας. Ωστόσο, όταν η ανάγκη για καθησυχασμό είναι έντονη και συνεχής, τότε: Α) Η ενασχόληση με την υγεία μας αυξάνεται. Β) Η επίδραση του καθησυχασμού μειώνεται και χρειαζόμαστε διαρκώς περισσότερο καθησυχασμό για να ηρεμήσουμε. Γ) Πιστεύουμε ότι οι άλλοι μπορούν να μας καθησυχάσουν, ενώ θα μπορούσαμε να προσφέρουμε εμείς κάτι αντίστοιχο στον εαυτό μας. 2. Να αποφεύγουμε την υπερβολική παρατήρηση και τον έλεγχο των σωματικών συμπτωμάτων.   Η παρακολούθηση και ο έλεγχος των σωματικών ενοχλήσεων θεωρείται μια προληπτική συμπεριφορά που προστατεύει την υγεία μας, αρκεί να μην εκδηλώνεται σε υπερβολικό βαθμό. Δεν είναι καθόλου βοηθητικό να εστιάζουμε την προσοχή μας συνεχώς σε ανεπαίσθητες σωματικές αλλαγές ή ενοχλήσεις που είναι φυσιολογικό να συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της μέρας. 3. Να μην αποφεύγουμε όσα σχετίζονται με την ασθένεια που πιστεύουμε ότι έχουμε ή άλλες δραστηριότητες που θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγω μιας πιθανής διάγνωσης. Αντ' αυτού, μπορούμε να κάνουμε μια λίστα με όλες τις δραστηριότητες που έχουμε σταματήσει να κάνουμε και τις απολαμβάναμε (μόνοι ή με φίλους) στο παρελθόν. Καλό είναι να καταγράψουμε πρώτα τις δραστηριότητες που θεωρούμε ότι απαιτούν λιγότερη ενέργεια και να φτάσουμε έπειτα στις πιο «ενεργοβόρες». Έπειτα, μπορούμε να περάσουμε λίγη ώρα κάθε μέρα με το να ξεκινήσουμε τη δραστηριότητα που βρίσκεται πρώτη στην λίστα μας και απαιτεί λιγότερη ενέργεια από εμάς. Μπορούμε να ξεκινήσουμε πιο ήπια και για μικρό χρονικό διάστημα στην αρχή και έπειτα να αυξήσουμε την ένταση και τη διάρκεια της. Τέλος, μπορούμε να προχωρήσουμε στην αμέσως επόμενη δραστηριότητα της λίστας μας και να την εντάξουμε βαθμιαία στην καθημερινότητά μας, όταν νιώσουμε άνετα με την εκτέλεση της πρώτης.
 

13. Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (ΔΜΤΣ)

Τα άτομα με ΔΜΤΣ ταλαιπωρούνται από ενοχλητικές αναμνήσεις ή αναδρομές (που έχουν την μορφή ανεπιθύμητων και συναισθηματικά φορτισμένων εικόνων του παρελθόντος), βιώνουν «συναισθηματικό μούδιασμα», διαταραχές του ύπνου (λ.χ., εφιάλτες, αϋπνία), δυσκολία συγκέντρωσης, έντονο άγχος, ενοχές, θλίψη, ευερεθιστότητα, εκρήξεις θυμού, υπερευαισθησία στα εξωτερικά ερεθίσματα και εμπειρίες αντιληπτικής και γνωστικής διάσπασης (π.χ. κάτω από την επίδραση έντονου άγχους μπορεί να δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν οικεία πρόσωπα, ένα γνώριμο περιβάλλον, ακόμα και το ίδιο τους το σώμα τους). Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανίζονται και άλλα συμπτώματα όπως είναι η αποπροσωποποίηση (η αίσθηση ότι κάποιος/α «βγαίνει» από το σώμα του και το βλέπει ως εξωτερικός παρατηρητής) και η αποπραγματοποίηση (η αίσθηση ότι το περιβάλλον και όλα όσα συμβαίνουν σε αυτό δεν είναι πραγματικά).
Ο εγκέφαλος μας είναι έτσι κατασκευασμένος ούτως ώστε να ενεργοποιεί αυτόματα διάφορους μηχανισμούς (που στην ψυχοθεραπευτική γλώσσα λέγονται άμυνες) προκειμένου να μας προστατέψει από τα έντονα και επώδυνα συναισθήματα (θυμός, φόβος, πόνος, ενοχή, λύπη) μιας τραυματικής εμπειρίας. Κάποιοι μηχανισμοί προστασίας είναι περισσότερο προηγμένοι (λ.χ. το χιούμορ, η ελαχιστοποίηση, η διανοητικοποίηση), ενώ κάποιοι άλλοι είναι λιγότερο (λ.χ. η σωματοποίηση, η άρνηση, η προβολή, οι ψευδαισθήσεις κτλ.). Για παράδειγμα, για να αντιμετωπίσουν το συναίσθημα του φόβου, κάποιοι άνθρωποι με ΔΜΤΣ προσπαθούν να μειώσουν τόσο το τραυματικό γεγονός όσο και την ψυχολογικές του επιπτώσεις. Έτσι, καταφεύγουν σε μια καταστολή των συναισθημάτων τους, μπορεί να αρνούνται αυτό που συνέβη, να μην θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτό και να προσπαθούν να ζήσουν σαν να… μην έγινε ποτέ αφήνοντας την υφιστάμενη ψυχολογική δυσφορία χωρίς φροντίδα και λειτουργώντας είτε απομονωμένα, είτε αδιάφορα απέναντι στην ύπαρξη νέων αντικειμενικών κινδύνων. Από την άλλη μεριά, το άτομο για ανακτήσει την αίσθηση του ελέγχου και της ασφάλειας, μπορεί να υπερ-γενικεύει τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός σε άλλες καταστάσεις της πραγματικότητας, προετοιμάζοντας έτσι τον εαυτό του για κάθε πιθανό νέο κίνδυνο και βιώνοντας μια διαρκή υπερ-επαγρύπνηση.
Η ΔΜΤΣ είναι μια σοβαρή ψυχιατρική πάθηση που περιπλέκεται σημαντικά όταν υπάρχει παιδικό τραύμα. Τα περισσότερα συμπτώματά της, αν όχι όλα, προκύπτουν από την βίωση υπερβολικού άγχους και την ασυνείδητη ενεργοποίηση διάφορων μηχανισμών προστασίας για να ανακουφιστούμε από αυτό και να αποφύγουμε πρόσωπα ή καταστάσεις που το πυροδοτούν. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΜΤΣ βασίζεται τόσο στη ρύθμιση του άγχους όσο και στην αναγνώριση και τη βίωση των συναισθημάτων που βρίσκονται κάτω από αυτό.
Ο πρώτος θεραπευτικός στόχος είναι η ρύθμιση του άγχους μέσα από την παρατήρηση των εκδηλώσεών του στο σώμα και την παράλληλη σύνδεση του με τα αναδυόμενα συναισθήματα που το προκαλούν. Οι συχνότερες ερωτήσεις που γίνονται από την πλευρά του θεραπευτή είναι: «Πόσο παρόν/ουσα είσαι αυτή την στιγμή εδώ μαζί μου;», «Πως καταλαβαίνεις το άγχος σου στο σώμα;», «Λίγο πριν αγχωθείς, παρατήρησες να ήρθε κάποια σκέψη, κάποια εικόνα ή κάποιο συναίσθημα μέσα σου;» Ο δεύτερος θεραπευτικός στόχος, είναι να βοηθήσουμε το άτομο να καταλάβει την λειτουργία των μηχανισμών προστασίας που ενεργοποιεί ασυνείδητα για να προστατέψει τον εαυτό του από τον έξω κόσμο με συνέπεια όμως να απομονώνεται ολοένα και περισσότερο. Ο τρίτος θεραπευτικός στόχος είναι να μπορέσει σταδιακά το άτομο με ΔΜΤΣ να βιώσει κάποια συναισθήματα στην σχέση του με τον θεραπευτή, τα τρέχοντα πρόσωπα της ζωής του και όσους εμπλέκονταν στη τραυματική εμπειρία που είχε στην ενήλικη ζωή.
 
 
 

14. Ναρκισσισμός και Σχέσεις

Ο ναρκισσισμός είναι ένα γνώρισμα της προσωπικότητας το οποίο μπορεί να τοποθετηθεί μέσα σε ένα φάσμα ή ένα «συνεχές» – αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλοι μας φέρουμε το εν λόγω γνώρισμα, είτε σε μικρότερο, είτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Επομένως, οι επιπτώσεις του (θετικές ή αρνητικές) διαφέρουν ανάλογα με την φύση και την ένταση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητα μας ή… αντιμετωπίζουν οι άλλοι γύρω μας ερχόμενοι σε επαφή μαζί μας. Σε ένα υγιές επίπεδο, ο κοινός ναρκισσισμός είναι αυτός που μας κάνει να περιποιούμαστε και να φροντίζουμε τον εαυτό μας κάθε πρωί πριν πάμε στη δουλειά μας ή να προσέχουμε την ενδυμασία μας πριν από μια κοινωνική έξοδο. Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο παθολογικός ναρκισσισμός ο οποίος κάνει το άτομο να θέλει να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, πάντα το «νούμερο ένα» και παράλληλα να υποτιμά τους άλλους ως «ανόητους», «άσχημους», «αδαείς» «ανίκανους» κτλ.
Όταν ένα άτομο έχει παθολογικό ναρκισσισμό, δυσκολεύεται υπερβολικά να διαχειριστεί τα οδυνηρά συναισθήματα της θλίψης και της ντροπής που κινητοποιούνται από την αποτυχία να ανταποκριθεί επαρκώς στον ιδεώδη εαυτό του. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τον ψυχικό πόνο που προκαλούν αυτά τα συναισθήματα και να λύσει την ένταση, είναι να ταυτιστεί με το ιδεώδες Εγώ. Για να το καταφέρει αυτό, χρησιμοποιεί πρωτογενείς αμυντικούς μηχανισμούς του Εγώ όπως είναι η προβολή (projection) και ο διαχωρισμός (splitting) που έχουμε όλοι οι άνθρωποι από τη στιγμή της γέννησής μας στην ψυχική μας συσκευή, αλλά καθώς ωριμάζουμε γνωστικά και συναισθηματικά τους αντικαθιστούμε σταδιακά με πιο εξελιγμένους. Συγκεκριμένα, προβάλλει τις αδυναμίες και τις αποτυχίες του σε άλλους ανθρώπους τους οποίους απαξιώνει. Στη συνέχεια, εξιδανικεύει τον εαυτό του και περιμένει από τους άλλους, για τους οποίους διατηρεί ως επι των πλείστων μια υποτιμημένη εικόνα (την οποία έχει ασυνείδητα για τον εαυτό του), να κάνουν το ίδιο.
1. Ο Έκδηλος Ναρκισσισμός: Περιγράφει ανθρώπους που αναζητούν συνεχώς την προσοχή και νιώθουν ότι έχουν το αυτονόητο δικαίωμα να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους εις βάρος των άλλων ανθρώπων. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η αίσθηση υπερβολικής σημασίας και σπουδαιότητας που έχουν για τον εαυτό τους. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα έξυπνα, γοητευτικά και ικανά άτομα, αλλά τείνουν να χειραγωγούν τους άλλους. Στον χώρο εργασίας, τα πηγαίνουν συνήθως πολύ καλά, αλλά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν ουσιαστικές σχέσεις με τους τους άλλους και δεν δέχονται να αναλάβουν αρμοδιότητες που θεωρούν ότι υποτιμούν την αξία τους.   2. Ο Συγκεκαλλυμένος Ναρκισσισμός («ο ναρκισσιστής της ντουλάπας»): Περιγράφει άτομα που είναι αγχώδη, βιώνουν έντονη συναισθηματική δυσφορία και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην κριτική των άλλων. Χαρακτηρίζονται από συστολή η οποία μπορεί να φτάνει στα όρια της κοινωνικής απομόνωσης. Τα άτομα με συγκεκαλλυμένο ναρκισσισμό τείνουν να έχουν μια εσωτερική αίσθηση ανωτερότητας και να φαντασιώνονται ότι τα ταλέντα τους και οι μοναδικές τους ικανότητες αναγνωρίζονται, ενώ μπορεί να μιλούν σεμνά για τον εαυτό τους, ακόμα και να τον υποτιμούν.   3. Ο Ναρκισσισμός Υψηλής Λειτουργικότητας: Περιγράφει άτομα που ανήκουν στον υπο-τύπο του έκδηλου ναρκισσισμού, αλλά δεν φαίνονται ιδιαίτερα αλαζονικά και δεν πληρούν τα κριτήρια για μια διαταραχή προσωπικότητας. Η ανταγωνιστικότητά τους είναι θεμιτή και καλά προσαρμοσμένη στον χώρο εργασίας χωρίς να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στους άλλους. Δημιουργούν σχέσεις που έχουν διάρκεια, αλλά είναι συνήθως ρηχές. Συνήθως, επισκέπτονται κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας όταν δεχτούν σκληρή κριτική από κάποιο σημαντικό πρόσωπο της ζωής τους, βιώσουν μια μεγάλη «αποτυχία» ή έρθουν αντιμέτωπα με τις αναπόφευκτες προκλήσεις της ζωής (π.χ. ασθένεια, απώλεια ελκυστικότητας, γήρας).   4. Ο Κακοήθης Ναρκισσισμός: Είναι ο πιο σοβαρός υπο-τύπος και περιγράφει άτομα που χαρακτηρίζονται από έκδηλο ναρκισσισμό, αλλά έχουν και αρκετά αντικοινωνικά στοιχεία προσωπικότητας. Για παράδειγμα, λένε εύκολα ψέματα και εκμεταλλεύονται τους άλλους, συμπεριφέρονται επιθετικά, (είτε λεκτικά, είτε σωματικά), εκφοβίζουν και συνδέονται μόνο με ανθρώπους από τους οποίους έχουν κάποιο όφελος ή κέρδος. Τις περισσότερες φορές, δεν έχουν κίνητρο να αλλάξουν, οπότε σπάνια αναζητούν βοήθεια από κάποιον ειδικό.
Τα άτομα με παθολογικό ναρκισσισμό: 1. Δυσκολεύονται να απορροφήσουν την αγάπη. Έχουν μάθει να συνδέουν στενά από μικρή ηλικία την αξία τους με την επιδοκιμασία, την επιβράβευση και τον θαυμασμό που επιθυμούν να λάβουν (ή λαμβάνουν) από τους άλλους με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζουν πότε κάποιος/α εκδηλώνει αυθεντική αγάπη και οικειότητα προς το πρόσωπό τους. Πολλές φορές, ακόμα και αν οι άνθρωποι γύρω τους εκφράζουν την συμπάθεια και τη στοργή τους, εκείνοι δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να τις δεχτεί, ίσως επειδή δεν πιστεύουν ότι κατά βάθος τις αξίζουν ή γιατί μπορεί να νιώθουν ανοίκεια και να μην ξέρουν πως να ανταποκριθούν. Συνεπώς, υποτιμούν την ευαλωτότητα που δείχνουν οι άνθρωποι που εκφράζονται συναισθηματικά θεωρώντας την συνώνυμη με την αδυναμία. 2. Δείχνουν περιορισμένη ενσυναίσθηση. Επειδή έλαβαν ελάχιστη ενσυναίσθηση από τους γονείς τους, δεν γνωρίζουν πως να την αισθανθούν ή να την εκφράσουν στους σημαντικούς άλλους. 3. Φθονούν τους άλλους. Δίπλα στον φθόνο, αισθάνονται και οργή γιατί όταν κάποιος άλλος κερδίζει τη δημόσια επιδοκιμασία αντί γι’ αυτούς, αισθάνονται ότι κάτι τους έχει αφαιρεθεί. Με άλλα λόγια, νιώθουν ότι δεν υπάρχει αρκετή προσοχή, θαυμασμός ή επιδοκιμασία για να μοιραστούν με τους άλλους. 4. Εξιδανικεύουν και υποτιμούν τους άλλους. Στην αρχή μιας ερωτικής σχέσης, ο ναρκισσιστής είναι αρκετά πιθανό να εξιδανικεύσει τον σύντροφό του. Θεωρώντας ότι έχει δίπλα του έναν «τέλειο» σύντροφο και κερδίζοντας την επιδοκιμασία του, αισθάνεται ότι έχει εξυψωθεί η δική του αξία. Στο στάδιο της εξιδανίκευσης, ο ναρκισσιστής είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στην ενδεχόμενη κριτική που μπορεί να του ασκήσει ο/η σύντροφός του. Σταδιακά όμως, αυτή η εξιδανίκευση και η «τελειότητα» χάνονται και την θέση τους παίρνει η υποτίμηση – ο εντοπισμός δηλαδή ακόμα και του παραμικρού ελαττώματος στον σύντροφο που μέχρι πρότινος θεωρούταν αξιοθαύμαστος. Κάθε φορά που αποκαλύπτεται μια από τις ατέλειες του συντρόφου, ο ναρκισσιστής γίνεται επικριτικός, περιφρονητικός ακόμα και σαδιστικός. Σε αυτό το σημείο, ο σύντροφος απαξιώνεται τόσο πολύ που δεν αποτελεί πλέον σημαντική πηγή επιδοκιμασίας και συνεπώς είτε εγκαταλείπεται, είτε κακοποιείται σε συναισθηματικό επίπεδο.
Στα αρχικά στάδια της θεραπείας, είναι σημαντικό να μάθει το άτομο να διορθώνει τον τρόπο σκέψης του και να αναγνωρίζει τις γνωστικές του στρεβλώσεις. Μια συνηθισμένη γνωστική στρέβλωση των ναρκισσιστών είναι το να σκέφτονται με όρους «άσπρου ή μαύρου». Για παράδειγμα, μπορεί να σκέφτονται ότι είτε είναι ξεχωριστοί και στο επίκεντρο της προσοχής, είτε ανάξιοι και αγνοημένοι. Ο θεραπευτής εκπαιδεύει το άτομο να διακρίνει κάποιες «γκρίζες» περιοχές σε αυτόν τον τρόπο σκέψης και να απαντά με περισσότερο έλεγχο όταν έχει την εντύπωση ότι το θίγουν, το υποτιμούν ή του στερούν κάποια δικαιώματα, ιδιαίτερα οι σημαντικοί άνθρωποι της ζωής του. Παράλληλα με την τεχνική της γνωστικής αναδόμησης, ο θεραπευτής κάνει έλεγχο της πραγματικότητας. Με πρότυπο την θεραπευτική σχέση και την ειλικρινή ανατροφοδότηση που δίνει στον θεραπευόμενο με σημείο αναφοράς την μεταξύ τους αλληλεπίδραση, τον βοηθά να θέτει πιο ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με την απόδοση, τόσο τη δική του όσο και των άλλων και να αποδέχεται τα ελαττώματα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Επίσης, του μαθαίνει σταδιακά να αντιλαμβάνεται τις διαπροσωπικές του σχέσεις μέσα από την αρχή της αμοιβαιότητας και της ισοτιμίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσδοκεί από τους άλλους αυτό που ο ίδιος είναι απρόθυμος να τους προσφέρει. Στην συνέχεια, ο θεραπευτής βοηθά το άτομο να εξετάσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της έμφασης στην επιτυχία, στο κύρος και στην αναγνώριση σε σύγκριση με την αυθεντική αγάπη και την αυτο-έκφραση. Ρωτά το άτομο τι θα συνέβαινε αν δεν ήσουν τόσο ευφυής, πλούσιος, πετυχημένος ή διάσημος; Αυτές οι ερωτήσεις συχνά οδηγούν στα υποκείμενα αισθήματα ταπείνωσης, ντροπής και ελαττωματικότητας με τα οποία ερχόταν αντιμέτωπος ο θεραπευόμενος ως παιδί όταν δεν κατάφερνε να ανταποκριθεί στις απαιτητικές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες του γονέα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικότερη πρόκληση στη θεραπεία της ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι η υπερπήδηση της αντίστασης που προβάλλει ο θεραπευόμενος. Η αντίσταση στην αλλαγή έρχεται συχνά με διάφορες μορφές μέσα στην θεραπευτική σχέση όπως είναι η αντιθετικότητα, η υποτίμηση, η προκλητική συμπεριφορά και το αλαζονικό ύφος απέναντι στον θεραπευτή. Από την μία είναι σημαντικό να αντιμετωπίζει ο θεραπευτής με λεπτότητα το υποτιμητικό ή προκλητικό ύφος του ναρκισσιστικού ατόμου, αλλά από την άλλη να επισημαίνει με σιγουριά και αποφασιστικότητα τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς, τόσο για την θεραπευτική σχέση όσο και για τις υπόλοιπες.
 

15. Κακοποίηση και Ψυχική Υγεία

Η κακοποίηση είναι μια παραβίαση της ατομικότητάς μας σε επίπεδο σωματικό, ψυχο-συναισθηματικό και σεξουαλικό. Η πανίσχυρη δυναμική που αναπτύσσεται στη σχέση μεταξύ κακοποιητή-κακοποιημένου είναι αυτή που ωθεί το θύμα να παραμένει σιωπηλό και τον θύτη να συνεχίζει τη δράση του σε κοινή θέα.
1. Η παραμέληση: η στέρηση βασικών βιολογικών αναγκών (όπως το νερό, η τροφή, η στέγη, ή η προσωπική υγιεινή), αλλά και κοινωνικών, εκπαιδευτικών και ιατρικών αναγκών. 2. Η συναισθηματική και ψυχολογική κακομεταχείριση: η έλλειψη αποδοχής, σεβασμού, κατανόησης, αγάπης, καθοδήγησης και υποστήριξης η οποία μπορεί να εκφράζεται με υποτίμηση, προσβλητικά σχόλια, έντονη και συνεχή κριτική, απειλές, επιβολή σκληρής τιμωρίας, απομόνωση, διαστρέβλωση των κοινωνικών αξιών και παρακίνηση στη βία. 3. Η σεξουαλική κακοποίηση: κάθε μορφή εκμετάλλευσης ή εξαναγκασμού ενός ατόμου να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη για τους σκοπούς της ικανοποίησης ενός άλλου. Μπορεί να περιλαμβάνει την ακατάλληλη λεκτική ή σωματική επαφή ενός ενήλικα (ή ενός μεγαλύτερου σε ηλικία παιδιού) με ένα ηλικιακά μικρότερο παιδί με στόχο την σεξουαλική διέγερση και ικανοποίηση του πρώτου. Ο βαθμός της κακοποίησης ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ορισμένοι πέφτουν θύματα έντονης σεξουαλικής κακοποίησης, ενώ σε κάποιους άλλους η εμπειρία αυτή περιορίζεται σε χάδια ή αγγίγματα. Σε κάθε περίπτωση, έχει σημασία το πως ένιωθε το άτομο που βίωσε την εμπειρία. Αν ένιωθε πολύ άβολα, ήταν σίγουρα κακοποίηση.
Ένας από τους βασικούς λόγους που τα άτομα επαναλαμβάνουν σχέσεις κακοποίησης και παραμέλησης στην ενήλικη ζωή, είναι η δυσκολία τους να ωριμάσουν ψυχο-συναισθηματικά και να ολοκληρώσουν τη διαδικασία της εξατομίκευσης. Τα άτομα που έχουν ιστορικό παραμέλησης και κακοποίησης, παρόλο που μπορεί να έχουν μοχθήσει αρκετά για να διαφοροποιηθούν από τους γονείς τους και να ανεξαρτητοποιηθούν από αυτούς, συνεχίζουν να αναζητούν απεγνωσμένα από τις τωρινές τους σχέσεις ό,τι δεν πήραν ποτέ ως παιδιά. Μπαίνουν σε διάφορους παιδικούς ή γονεϊκούς ρόλους (είτε του παραμελημένου-κακοποιημένου παιδιού, είτε του κακοποιητή-τιμωρού φροντιστή), έχοντας εσωτερικεύσει την σχέση τους με τους γονείς ή/και τους πρώτους φροντιστές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αναπτύξουν τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα και να αναλάβουν την ευθύνη της ζωής τους.
Θα ήταν βοηθητικό: 1. Να αναγνωρίσουμε και να επικυρώσουμε τη δύναμη και το κουράγιο που συγκέντρωσε ώστε να μπορέσει να μας μιλήσει. 2. Να τον/ην ευχαριστήσουμε για την εμπιστοσύνη που μας δείχνει. 3. Να προσπαθήσουμε να «φυσιολογικοποιήσουμε» τις συναισθηματικές του αντιδράσεις μετά το τραύμα αποφεύγοντας να τις χαρακτηρίσουμε ως «τρελές», παράλογες ή υπερβολικές. 4. Να μοιραστούμε την σκέψη ότι έκανε το καλύτερο που μπορούσε να κάνει κατά τη διάρκεια βίωσης της τραυματικής εμπειρίας. 5. Να αναγνωρίσουμε τους λειτουργικούς τρόπους αντιμετώπισης του τραύματος (π.χ. ψυχοθεραπεία) και να τον/ην ενθαρρύνουμε να συνεχίσει. 6. Να διερευνήσουμε πιθανούς τρόπους ενίσχυσης της ασφάλειας και της προστασίας του/ης, αν ανησυχούμε ή φοβόμαστε για εκείνον/η. 7. Να αναγνωρίσουμε ότι μετά την αυτο-αποκάλυψη ίσως να αναδύθηκαν περισσότερες σκέψεις, συναισθήματα και αναμνήσεις και ως εκ τούτου χρειάζεται χρόνο για να τα επεξεργαστεί και να μιλήσει γι’ αυτά.   Από την άλλη μεριά, θα ήταν καλό να: 1. Μην ρωτάμε για λεπτομέρειες ή για πράγματα που έχουμε την περιέργεια να μάθουμε γύρω από την τραυματική εμπειρία. Αφήνουμε το άτομο να μας μιλήσει μόνο για ό,τι επιθυμεί με τον δικό του ρυθμό και χωρίς πίεση. 2. Μην υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά του πριν μας μιλήσει γι’ αυτά. Φράσεις όπως: «πρέπει να μισείς τον πατέρα σου γι’ αυτό που σου έκανε», δεν είναι καθόλου βοηθητικές. 3. Μην υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε αυτό που είναι καλύτερο για εκείνο. 4. Μην ρωτάμε γιατί απλά δεν φεύγει από μια κακοποιητική κατάσταση για να λυθούν όλα του τα προβλήματα. Τέτοιου είδους ερωτήσεις ενισχύουν το αίσθημα αδυναμίας και την τιμωρητική του πλευρά. 5. Μην υποτιμάμε την σημασία αυτών που μας λέει ακόμα και αν βίωσε κάτι τραυματικό πριν από 30 χρόνια. Αν δεν έχει επουλωθεί η πληγή, είναι σαν να βίωσε την τραυματική εμπειρία χθες. 6. Μην το προτρέπουμε να «σταματήσει να ζει στο παρελθόν» και να κοιτάξει την «φωτεινή πλευρά της ζωής». 7. Μην τον/ην λυπούμαστε για αυτό που είναι. Μπορούμε να εκφράσουμε την συμπόνια μας γι’ αυτό που του έχει συμβεί χωρίς να νιώσει ότι ανάξιος/α ή κάτι λιγότερο σε σχέση με εμάς.
Η ενθύμηση της τραυματικής εμπειρίας και η βίωση όλων των ασυνείδητων συναισθημάτων που εμπεριέχονται σε αυτή είναι το πιο επώδυνο κομμάτι της θεραπευτικής διαδικασίας και της αλλαγής. Σε αυτό το σημείο, η στήριξη του θεραπευτή και η ασφάλεια του πλαισίου είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μετατραπεί αυτή η εμπειρία σε θεραπευτικό αποτέλεσμα. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι σημαντικό να βιωθούν και να εκφραστούν όλα τα έντονα και επώδυνα συναισθήματα που έχουν καταπιεστεί προς το/α πρόσωπο/α που λειτούργησε/αν κακοποιητικά – πρώτα από όλα η οργή. Αυτή η διαδικασία απαιτεί χρόνο και είναι πολύπλοκη γιατί υπάρχει μια τιμωρητική πλευρά μας που συνεχίζει να αντιμετωπίζει με σκληρότητα το κακοποιημένο εσωτερικό μας παιδί και προσπαθεί να ελέγξει αυτά τα συναισθήματα γιατί τα θεωρεί επικίνδυνα για τους άλλους. Η σταδιακή αποδυνάμωση αυτής της τιμωρητικής πλευράς και η ταυτόχρονη ενίσχυση της υγιούς πλευράς του θεραπευόμενου που θέλει την αλλαγή, είναι παράγοντες αποφασιστικής σημασίας για να προχωρήσει η θεραπευτική διαδικασία. Μόλις επιτευχθεί αυτό όμως, ο θεραπευόμενος αρχίζει και βλέπει τον εαυτό του μέσα από μια πιο συμπονετική και θετική ματιά, λειτουργεί αυτο-φροντιστικά και διεκδικεί πιο δυναμικά τα δικαιώματά απέναντι στους άλλους, χωρίς να τους φοβάται ή να τους επιτίθεται. Η απελευθέρωση από την κακοποίηση επιτυγχάνεται όταν το άτομο σταματήσει να τιμωρεί τον εαυτό του για τα συναισθήματα που είχε απέναντι στον κακοποιητή και αναλάβει πιο συνειδητά την ευθύνη της ζωής του χωρίς να μπαίνει σε πολωμένους ρόλους (θύματος ή θύτη) που είχε μέχρι τώρα στις σχέσεις του με τους άλλους.
 
Συχνές ερωτήσεις