Στις θεραπευτικές συναντήσεις με ανθρώπους που έρχονται στο γραφείο μου και αντιμετωπίζουν προβλήματα που αφορούν τις ερωτικές τους σχέσεις, παρατηρώ συχνά ένα κοινό μοτίβο: είτε υπάρχουν κάποιοι που αναζητούν σύντροφο, αλλά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν μια σταθερή, στενή και αμοιβαία ισότιμη σχέση, είτε άλλοι που βρίσκονται ήδη σε μια σχέση, αλλά στερούνται ουσιαστικής και βαθιάς συναισθηματικής εγγύτητας με το/ην σύντροφό τους με αποτέλεσμα να νιώθουν αποξενωμένοι.

Στην πρώτη περίπτωση, τα άτομα αυτά, ερωτεύονται συχνά και με σχετική ευκολία, αλλά είτε διαπιστώνουν ότι τα ερωτικά τους συναισθήματα μένουν ανεκπλήρωτα επειδή επιλέγουν μη διαθέσιμους συντρόφους (που βρίσκονται ήδη σε άλλη σχέση ή επιδιώκουν μόνο μια ευκαιριακή επαφή), είτε εγκαταλείπουν πρόωρα την σχέση επειδή έχουν βαρεθεί, πιστεύουν ότι δεν θα λειτουργήσει ή έχουν βρει ερωτικό ενδιαφέρουν κάπου αλλού. Οι σχέσεις αυτές είναι συχνά μικρής διάρκειας, είναι θυελλώδεις (με συχνούς και έντονους καυγάδες), έχουν πολλά σκαμπανεβάσματα και χαρακτηρίζονται από ξαφνικούς χωρισμούς και επανασυνδέσεις που κάποια στιγμή καταλήγουν στην οριστική ρήξη.

Στη δεύτερη περίπτωση, συνήθως τα άτομα δεν ερωτεύονται εύκολα, αλλά όταν το κάνουν, επιλέγουν ανθρώπους που δυσκολεύονται να νιώσουν εγγύτητα και οικειότητα με τους άλλους (χωρίς να σημαίνει όμως ότι δεν το επιθυμούν). Στα αρχικά στάδια αυτών των σχέσεων, συνήθως υπάρχει μια μονομερής προσπάθεια για δημιουργία ενός πιο στενού δεσμού – το άτομο που την καταβάλλει όμως νιώθει συχνά απογοητευμένο και φοβάται ότι αν δεν την συνεχίσει, θα μείνει μόνο. Αν το άτομο που κάνει την προσπάθεια αντέξει, οι σχέσεις αυτές συνήθως διαρκούν, αλλά στερούνται συναισθηματικής ασφάλειας και πραγματικής σύνδεσης με το άλλο πρόσωπο που λειτουργεί κυρίως ως μονάδα στη σχέση. Κάποια στιγμή, το άτομο που προσπαθούσε για δύο, κουράζεται, αποσύρεται και τελικά απομακρύνεται και αυτό μέσα στη σχέση. Στο τέλος, καταλήγουν να συμβιώνουν ως δύο αποξενωμένοι άνθρωποι που μπορεί να μην γνωρίστηκαν ποτέ πραγματικά μεταξύ τους και να μην μοιράστηκαν την ζωή τους ως ένα ζευγάρι, αλλά ως δύο συγκάτοικοι.

Θα έλεγε κανείς, αν έκανε μόνο μια επιφανειακή ανάγνωση, ότι οι άνθρωποι που αναζητούν σύντροφο, αλλά δυσκολεύονται είτε να βρουν κάποιον κατάλληλο, είτε να τον κρατήσουν, αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη δέσμευση, ενώ οι άνθρωποι που υπερ-προσπαθούν για να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν κάποιους σχεσιακούς δεσμούς, φοβούνται την εγκατάλειψη.

Μπορεί όμως ένα άτομο που φοβάται την εγκατάλειψη να έλκεται από ένα άτομο που φοβάται τη δέσμευση και αντίστροφα; Πως εκδηλώνεται ο φόβος της εγκατάλειψης και ο φόβος της δέσμευσης μέσα στη σχέση και ποιες είναι οι αιτίες που δημιουργούν την μεταξύ τους δυναμική; Πως μπορεί να επηρεάσει η μεταξύ τους δυναμική μια σχέση και τέλος πως μπορούμε μέσα από τη θεραπεία να ξεπεράσουμε αυτά τα δυσλειτουργικά μοτίβα;

 

Φόβος Δέσμευσης και Εγκατάλειψης: Η μεταξύ τους δυναμική.

Ο φόβος της εγκατάλειψης και ο φόβος της δέσμευσης ξεκινούν από έναν κοινό πυρήνα: τον φόβο ότι θα χάσουμε την αγάπη και το «αντικείμενό» της. Επειδή οι ερωτικές σχέσεις αποτελούν ίσως το πιο πρόσφορο έδαφος μέσα στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί η συναισθηματική εγγύτητα και οικειότητα με τον άλλο, ενέχουν, ως εκ τούτου, και περισσότερο κίνδυνο για εμάς, αν βαθιά μέσα μας φοβόμαστε ότι δεν θα μας αγαπήσουν ή θα χάσουμε το πρόσωπο που αγαπάμε.

Μέσα σε μια ερωτική σχέση, τα άτομα που φοβούνται είτε τη δέσμευση, είτε την εγκατάλειψη δημιουργούν χωρίς να το καταλαβαίνουν, το καθένα από τη δική του πλευρά, μια απόσταση ασφαλείας – ένα είδος απαγορευμένου εδάφους που εμποδίζει τον σύντροφο να πλησιάσει πολύ. Αν και, εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται να ισχύει περισσότερο για άτομα με φόβο δέσμευσης που αφήνουν πρόωρα σχέσεις που δεν ικανοποιούν τις υψηλές προσδοκίες τους, τα άτομα με φόβο εγκατάλειψης επωφελούνται επίσης από την ασφάλεια που εξασφαλίζει αυτή η απόσταση η οποία δημιουργείται με το να επιλέγουν ασυνείδητα συντρόφους που είναι απόμακροι, ψυχροί και απορροφημένοι από τον εαυτό τους (παρόλο που μετά επιδιώκουν με ιδιαίτερη επιμονή να γεφυρώσουν το χάσμα αυτής της απόστασης). Στην προσπάθειά τους να κρατήσουν αυτούς τους συντρόφους, είτε μπορεί να τους απομακρύνουν περισσότερο επειδή λειτουργούν πιεστικά μέσα στη σχέση, είτε να απομακρυνθούν και εκείνοι μετά επειδή έχουν κουραστεί να λειτουργούν μονόπλευρα.

Θα λέγαμε λοιπόν ότι οι άνθρωποι με φόβο δέσμευσης και εγκατάλειψης, χτίζουν ασυνείδητα αυτήν την ασφάλεια για να διασφαλίσουν ότι δεν θα πληγωθούν, απορριφθούν και εγκαταλειφθούν ξανά. Συνεπώς, είναι ένα μοτίβο επιβίωσης που είχε σκοπό να τους προστατεύσει στο παρελθόν από το να βιώσουν ξανά τον πόνο της απώλειας, αλλά τώρα τους στερεί τη δυνατότητα να έχουν αμοιβαία ικανοποιητικές, ισότιμες και ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.

 

 

Πως εκδηλώνεται πρακτικά η δυναμική αυτή μέσα στη σχέση;

Σε μια ερωτική σχέση, μπορεί να λειτουργούμε τόσο από τον πόλο του εν δυνάμει εγκαταλελειμμένου όσο και από τον πόλο αυτού που εγκαταλείπει επειδή φοβόμαστε ότι θα εγκαταλειφθούμε και ως εκ τούτου να αποφεύγουμε τη δέσμευση. Αυτοί οι δύο πόλοι, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο και ανήκουν στην ίδια δυναμική η οποία μας κάνει να επιλέγουμε συντρόφους που λειτουργούν αντίστοιχα στις σχέσεις τους. Ωστόσο, ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε και στους δύο πόλους ταυτόχρονα. Έτσι λοιπόν, οι αντίθετοι πόλοι προσελκύουν έντονα ο ένας τον άλλον σαν μαγνήτης.

Για παράδειγμα, λειτουργώντας κυρίως από τον πόλο του εν δυνάμει εγκαταλελειμμένου, το άτομο έχει την τάση να είναι εξαιρετικά επικεντρωμένο στον σύντροφό του, να υποχωρεί στις δικές του ανάγκες ή επιθυμίες και να αναζητά συνεχώς την επιβεβαίωση από εκείνον/η. Η ανάγκη για εγγύτητα δεν πλέον μια ελεύθερη επιλογή που ικανοποιείται σταδιακά καθώς η σχέση εξελίσσεται, αλλά μια επιταγή που πρέπει να εκπληρωθεί από την αρχή γιατί καθοδηγείται από τον φόβο της εγκατάλειψης.

Αρκετά σύντομα, δημιουργείται η τάση για προσκόλληση – το άτομο αρχίζει να εξαρτάται από την παρουσία του άλλου στην ζωή του (λ.χ. θέλει να περνά το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μαζί του/ης, ζηλεύει όταν δεν είναι μαζί του/ης, ανησυχεί υπερβολικά όταν δεν του/ης απαντά στις κλήσεις ή στα μηνύματά του/ης). Όλα αυτά μπορεί να συμβαίνουν ακόμα κι όταν ο σύντροφός του δεν του συμπεριφέρεται με σεβασμό. Τα άτομα αυτά είναι αρκετά πιο πιθανό να έλκονται από συντρόφους που φοβούνται τη δέσμευση και είναι συχνά απόμακροι και ψυχροί με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνουν ξανά και ξανά  στον εαυτό τους ότι παρά τις θυσίες που κάνουν για να κρατήσουν τους άλλους, εκείνοι συνήθως φεύγουν.

Από την άλλη μεριά, λειτουργώντας κυρίως από τον πόλο του εγκαταλείποντος, το άτομο θα αυξήσει ακόμη περισσότερο την απόσταση, θα γίνει πιο απόμακρο, θα χάσει το ενδιαφέρον του για τον σύντροφό του και τελικά θα αποσυρθεί, όταν σε μια σχέση δημιουργούνται κάποιες συνθήκες δέσμευσης και σταθερότητας (π.χ. αποκλειστικότητα, συστηματικότητα στις συναντήσεις, πιθανή συγκατοίκηση). Τα άτομα αυτά δικαιολογούν συνήθως την απόσταση που παίρνουν βλέποντας τον σύντροφό τους ως ολοένα και λιγότερο επαρκή σε σχέση με τα ίδια ή άλλους πιθανούς συντρόφους. Συνήθως, έλκονται από ανθρώπους που βάζουν σε δεύτερη μοίρα τις δικές τους ανάγκες, υποχωρούν και λειτουργούν υπερ-φροντιστικά προς τους άλλους – άτομα δηλαδή που βρίσκονται στον πόλο του εγκαταλελειμμένου και που κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν τους άλλους κοντά τους.

Ωστόσο, κάποιες φορές συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: τη στιγμή όπου το άτομο που βρίσκεται στον πόλο του εγκαταλελειμμένου δεν αντέξει και αποφασίσει να φύγει πρώτο, η δυναμική μπορεί να αλλάξει και ο σύντροφος με τον φόβο δέσμευσης να αρχίσει να αγωνίζεται για να διατηρήσει τη σχέση. Ξαφνικά, ο εγκαταλείπων, συνειδητοποιεί ότι δεν θέλει να χάσει τον σύντροφό του και ξαφνικά αρχίζει να βλέπει τις ελκυστικές, θετικές και πολύτιμες πτυχές του. Με άλλα λόγια, ο σύντροφος που στην αρχή διακατεχόταν από τον φόβο της δέσμευσης τώρα αισθάνεται τον φόβο της εγκατάλειψης και αντίστροφα. Έτσι, μέσα σε μια σχέση, αυτή η δυναμική μπορεί να εναλλάσσεται συνεχώς μεταξύ των συντρόφων και αυτός ο «άτυπος χορός» ανάμεσα σε αυτόν που εγκαταλείπει και εγκαταλείπεται να συνεχίζεται για σημαντικό χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να μην καταφέρνουν ποτέ δύο άνθρωποι να συνδεθούν πραγματικά και ισότιμα.

 

Το τραύμα της εγκατάλειψης: Η σταθερότητα του αντικειμένου.

Σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων,  ένα «αντικείμενο» για τον ανώριμο νου ενός βρέφους είναι ένα άτομο πρωτογενούς φροντίδας (που συνήθως είναι η μητέρα, αλλά μπορεί να είναι και ο πατέρας), ένα μέρος αυτού του ατόμου ή κάτι που συμβολίζει το ένα ή το άλλο. Καθώς το βρέφος μεγαλώνει, ωριμάζει και γίνεται παιδί, καταφέρνει σταδιακά να κατακτήσει την σταθερότητα των «αντικειμένων» – να εσωτερικεύσει δηλαδή τα σημαντικά πρόσωπα που υπάρχουν στο περιβάλλον του και από τα οποία εξαρτάται η επιβίωσή του. Έτσι, η συναισθηματική του εμπειρία δεν αλλάζει θεμελιωδώς κάθε φορά που ένα άτομο πρωτογενούς φροντίδας απουσιάζει σωματικά από τον χώρο που εκείνο βρίσκεται.

Η σταθερότητα του «αντικειμένου» αναπτύσσεται γενικά πριν από την ηλικία των τριών ετών. Καθώς λοιπόν τα παιδιά μεγαλώνουν και ωριμάζουν γνωστικά και συναισθηματικά, οι περίοδοι αποχωρισμού από το άτομο της πρωτογενούς φροντίδας επιμηκύνονται και συχνά επιδιώκονται και από το ίδιο το παιδί (π.χ. όταν πηγαίνει στο σχολείο ή περνά το Σαββατοκύριακο στο σπίτι ενός φίλου). To παιδί έχει εσωτερικεύσει με θετικό τρόπο τα πρόσωπα που του προσφέρουν φροντίδα και μπορεί να καταλάβει ότι η σχέση μαζί τους δεν καταστρέφεται από έναν προσωρινό αποχωρισμό.

Ωστόσο, κάποια μείζονα και επαναλαμβανόμενα τραυματικά γεγονότα, μπορούν να διακόψουν αυτή την κρίσιμη ενδοψυχική διεργασία. Όχι μόνο η απώλεια ενός ατόμου πρωτογενούς φροντίδας ή το διαζύγιο των γονέων, αλλά ακόμη και καταστάσεις που φαίνονται σχετικά ασήμαντες για τους εμπλεκόμενους ενήλικες μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη της ικανότητας του παιδιού να εσωτερικεύει με σταθερά θετικό τρόπο τα σημαντικά πρόσωπα του στενότερου περιβάλλοντός του. Για παράδειγμα, τα παιδιά με απόντες ή συναισθηματικά στερητικούς γονείς, γονείς στο στρατό ή στο ναυτικό ή γονείς με ψυχιατρικές παθήσεις μπορεί να δυσκολεύονται σημαντικά ως ενήλικες να αντέξουν τους αποχωρισμούς και να δημιουργούν σχέσεις χωρίς να αισθάνονται διαρκώς τον κίνδυνο ότι οι άλλοι θα τους εγκαταλείψουν.

 

 

Συνεπώς, τις περισσότερες φορές τα άτομα με φόβο δέσμευσης και εγκατάλειψης υπέστησαν σε μια πολύ τρυφερή ηλικία της ζωής τους (συνήθως πριν τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής τους) μείζονα και επαναλαμβανόμενα τραύματα απώλειας, συναισθηματικής στέρησης και παραμέλησης που κινητοποίησαν έντονα και επώδυνα συναισθήματα στην ψυχική τους συσκευή.

Ως παιδιά, επειδή δεν κατάφεραν να επεξεργαστούν  αυτά τα συναισθήματα με τη βοήθεια και την στήριξη κάποιου ενήλικα, για να τα αντέξουν και να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους, τα «έθαψαν» μέσα τους και βασίστηκαν σε κάποιους μηχανισμούς, όπως είναι η απομάκρυνση από ή η προσκόλληση σε μια σχέση.

Αυτοί οι μηχανισμοί με την σειρά τους, αντί να δημιουργούν μια διέξοδο, εντείνουν τον φαύλο κύκλο της αυτο-τιμωρίας μέσα από την καταναγκαστική επιλογή ακατάλληλων συντρόφων ή την πρόωρη απόρριψη των κατάλληλων. Έτσι, το άτομο καταλήγει να βυθιζεται ολοένα και περισσότερο στην απογοήτευση, το άγχος, την μοναξιά και την στεναχώρια, χάνοντας κάθε ελπίδα για μια διαφορετική ζωή με ποιοτικές σχέσεις. Από την στιγμή που παγιδευόμαστε σε αυτά τα σχεσιακά μοτίβα, δεν αρκεί απλά να τα αναγνωρίσουμε με την λογική μας για να τα αλλάξουμε, αλλά χρειαζόμαστε θέληση, θάρρος και αρκετό κουράγιο για να τα ξεπεράσουμε μέσα σε μια νέα σχέση, την θεραπευτική.

 

Φόβος Δέσμευσης και Εγκατάλειψης: Πως η θεραπεία βοηθάει;

Από την πρώτη συνεδρία, το άτομο με φόβο δέσμευσης και εγκατάλειψης, έρχεται με μικτά συναισθήματα (θετικά και αρνητικά) στη θεραπεία. Από την μία μεριά, θέλει να ανοιχτεί και να εμπιστευτεί τον θεραπευτή, αλλά από την άλλη κινητοποιούνται ασυνείδητες μνήμες, εικόνες και συναισθήματα από το παρελθόν που του/ης υπενθυμίζουν ότι το να βασίζεσαι και να εμπιστεύεσαι κάποιον είναι επικίνδυνο ή απειλητικό. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, το άγχος πλημμυρίζει το σώμα και ως απάντηση σε αυτό, το άτομο σκέφτεται υπερβολικά και απομακρύνεται για να μην έρθει σε επαφή με τα συναισθήματά του στο εδώ και τώρα. Φυσικά, όλα αυτά δεν γίνονται με κάποια συνειδητή θέληση ή πρόθεση.

Κάθε φορά λοιπόν που το άτομο απομακρύνεται, ο θεραπευτής πρέπει να είναι ενεργητικά και σταθερά εκεί για να το μπλοκάρει και να επαναφέρει την πίεση για αναγνώριση συναισθημάτων. Όταν το εμπόδιο της απομάκρυνσης βγει από την μέση, ο θεραπευτής προτρέπει το άτομο να βιώσει σωματικά αυτά τα συναισθήματα τα οποία κινητοποιούν με την σειρά τους αναμνήσεις και εικόνες των πρώτων σημαντικών προσώπων που το εγκατέλειψαν στο παρελθόν.

Ο στόχος της θεραπείας λοιπόν είναι να βοηθήσει το άτομο να αντιμετωπίσει την οργή του προς τους ανθρώπους που το εγκατέλειψαν, την ενοχή του για αυτή την οργή, τη θλίψη και τον πόνο του για την απώλεια, αλλά και να δει την αγάπη του για αυτούς. Μόλις μπορέσει να αντιμετωπίσει και να βιώσει όλα αυτά τα συναισθήματα, δεν θα χρειάζεται πλέον να απομακρύνεται από ανθρώπους έχοντας την πεποίθηση ότι θα το/ην εγκαταλείψουν. Τότε θα καταλάβει ότι τα συναισθήματά του πίσω από τον φόβο της δέσμευσης και της εγκατάλειψης, αφορούσαν σημαντικούς ανθρώπους που έχασε στο παρελθόν και έτσι δεν θα μετατοπίζονται πλέον σε άλλες σχέσεις στο παρόν. Τότε θα σταματήσει να φοβάται τους άλλους σήμερα, γιατί θα ξέρει ποιους πραγματικά φοβόταν στο παρελθόν και γιατί.

 

 

Μετά την ψυχοθεραπεία…

Το άτομο με φόβο εγκατάλειψης θα είναι πιο ικανό να δώσει χώρο στον σύντροφό του επειδή θα μπαίνει στη σχέση από μια θέση μεγαλύτερης σιγουριάς για τον εαυτό του και περισσότερης αυτονομίας. Το αίσθημα της ανάγκης του άλλου ατόμου που προηγουμένως οδηγούσε στην προσκόλληση και την εξάρτηση από εκείνο, γίνεται ολοένα και λιγότερο, όσο περισσότερο είμαστε σε θέση να φροντίσουμε  τις δικές μας ανεκπλήρωτες συναισθηματικές ανάγκες.

Το άτομο με φόβο δέσμευσης θα είναι σε θέση να συνδεθεί πιο ανοιχτά και ειλικρινά επειδή έχει έρθει σε επαφή με τον συναισθηματικό του εαυτό και πλέον καταλαβαίνει ότι η απομάκρυνση ήταν μια τιμωρία για τα συναισθήματα οργής που είχε για τους πρόσωπα του παρελθόντος που το εγκατέλειψαν και όχι ένας τρόπος για να προστατεύει τον εαυτό του στο παρόν.

Εάν οι δύο σύντροφοι αισθάνονται σίγουροι ότι ο καθένας μπορεί να φέρει με ασφάλεια τα συναισθήματά του μέσα στη σχέση και να φροντίσει τη δική του μοναξιά, τότε δεν χρειάζεται πλέον να αναθέσουν κατ’ αποκλειστικότητα αυτό το καθήκον στον σύντροφό τους. Η σχέση τους, μπορεί στη συνέχεια να αλλάξει, και από το σημείο «που χρειάζονταν ο ένας τον άλλον» να φτάσουν στο σημείο «να είναι εκεί ο ένας για τον άλλον». Αυτή είναι μια ζωτική διαφορά επειδή και οι δύο σύντροφοι πλέον εισέρχονται στη σχέση και σχετίζονται μεταξύ τους όχι για να βρουν αυτό/ην που τους συμπληρώνει, αλλά γιατί είναι οι ίδιοι πιο ολοκληρωμένοι.

 

 

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή μέρους ή ολόκληρου του άρθρου χωρίς προηγούμενη άδεια του αρθρογράφου.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...