Όταν επισκεπτόμαστε έναν ειδικό ψυχικής υγείας, ελπίζουμε ότι μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε. Συχνά, υποθέτουμε ότι αυτές οι δυσκολίες οφείλονται σε κάποιες εξωτερικές συνθήκες ή σε άλλους ανθρώπους που πρέπει να αλλάξουν για να… νιώσουμε εμείς καλύτερα. Για παράδειγμα λέμε στον εαυτό μας: «μακάρι ο σύζυγός μου να νοιαζόταν περισσότερο για μένα» ή «μόλις βρω μια νέα δουλειά, τότε θα είμαι ευτυχισμένη» ή «νιώθω μόνος τώρα, γιατί οι άλλοι δεν με καταλαβαίνουν».

Μιλώντας γι’ αυτές τις καταστάσεις μπορεί να βιώνουμε άγχος, απόγνωση, απελπισία και στεναχώρια, χωρίς να το καταλαβαίνουμε όμως, τοποθετούμε την πηγή αυτών των δυσκολιών σε κάτι έξω από εμάς – είτε σε ανθρώπους που δεν συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις προσδοκίες μας, είτε στις μη ευνοϊκές συνθήκες της ζωής μας για τις οποίες έχουμε περιορισμένο έλεγχο. Και στις δύο περιπτώσεις, παραβλέπουμε άθελά μας ότι η αλλαγή είναι μια εσωτερική διαδικασία, την ευθύνη της οποίας καλούμαστε να αναλάβουμε από την πρώτη κιόλας επαφή μας με τον ειδικό.

Σύμφωνα με το μοντέλο της Βραχείας Εντατικής Δυναμικής Ψυχοθεραπείας (ΒΕΔΨ), για να μπορέσει ένας ψυχοθεραπευτής να μας βοηθήσει να αλλάξουμε, δεν δίνει σημασία και προσοχή μόνο στις καταστάσεις που αντανακλούν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες μας, αλλά και σε όσα διαμείβονται στη σχέση που συνάπτουμε μαζί του, καθώς περιγράφουμε αυτές τις καταστάσεις. Αν ο θεραπευτής και ο/η θεραπευόμενος/η επικεντρώνονταν μόνο σε όσα συνέβαιναν έξω από το «θεραπευτικό δωμάτιο», θα έχαναν πολλές ευκαιρίες να εμβαθύνουν στις ψυχο-συναισθηματικές δυσκολίες του δεύτερου. Η θεραπευτική εργασία στο παρόν λοιπόν, μέσα στη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου, με άμεση έμφαση σε όσα συμβαίνουν στο εδώ και τώρα, απαιτεί τόσο από τον θεραπευτή όσο και από την/ον θεραπευόμενη/ο, συναισθηματική εμπλοκή, ενεργητικότητα, δέσμευση στην ισότιμη συνεργασία, διαφάνεια και ανάπτυξη της ικανότητας αναστοχασμού.

Πως όμως από την πρώτη ΒΕΔΨ συνεδρία καλείται ο/η θεραπευόμενος/η να εμπλακεί συναισθηματικά με τον θεραπευτή, με έναν άνθρωπο που δε γνωρίζει; Με ποιον τρόπο η σύνδεση με τον θεραπευτή φανερώνει τον τύπο δεσμού που είχαμε δημιουργήσει με τους πρώτους φροντιστές μας; Γιατί ο τρόπος που σχετιζόμαστε με τον θεραπευτή συνδέεται συχνά με την δυσλειτουργική αντιμετώπιση των συναισθηματικών δυσκολιών μας; Και τέλος, πως μπορεί να επιτευχθεί εσωτερικά η αλλαγή στο εδώ και τώρα με αφετηρία τη θεραπευτική σχέση;

 

Θεραπευτική Σχέση: Η αρχική πρόσκληση για σύνδεση.   

Από τις πρώτες ερωτήσεις του ΒΕΔΨ θεραπευτή – «ποιο είναι το ζήτημα ή τα ζητήματα που σας έφεραν σήμερα εδώ και για τα οποία θα θέλατε την βοήθεια μου;» – η θεραπεία αρχίζει να περιλαμβάνει στοιχεία που φανερώνουν τον τρόπο που έχει μάθει κάποιος να συνδέεται με τους άλλους. Σε αυτή την αρχική και φαινομενικά απλή ερώτηση υπονοούνται κάποια βαθύτερα ερωτήματα που απευθύνονται στο άτομο που ζητάει βοήθεια: «είσαι πρόθυμος/η να μου ανοιχτείς για να μπορέσω να σε βοηθήσω από την μεριά μου;», «είσαι πρόθυμος/η να με αφήσεις να σε πλησιάσω αρκετά ώστε να μπορέσω να σε βοηθήσω πραγματικά με αυτό που σε δυσκολεύει», «μπορούμε να συνδυάσουμε τις προσπάθειές μας ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα βγει κάτι θετικό από αυτή την συνεργατική προσπάθεια;».

Αυτή η πρόσκληση να συνδεθούμε και να βασιστούμε τόσο στις δικές μας δυνάμεις όσο και στη βοήθεια που μπορεί να μας προσφέρει ο ΒΕΔΨ θεραπευτής από την πρώτη στιγμή της θεραπείας μπορεί να ανακινήσει παλιά συναισθήματα, φόβους και διαπροσωπικά μοτίβα που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις πρώιμες σχέσεις με τους φροντιστές (λ.χ., γονείς), τα αδέλφια ή/και άλλους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας.

Συνεπώς, η αντίδρασή μας σε αυτή την πρώτη πρόσκληση του θεραπευτή να ανοιχτούμε και να μιλήσουμε για τις δυσκολίες μας, λέει πολλά πράγματα για τον τρόπο που μάθαμε να συνδεόμαστε στη ζωή μας με τους άλλους. Για παράδειγμα, εκείνη την στιγμή που δεχόμαστε αυτή την ερώτηση μπορεί να μας κατακλύσει ένα απότομο κύμα άγχους που συχνά δεν το συνειδητοποιούμε (πριν μας το επισημάνει ο θεραπευτής), να γεμίσει ένταση και σφίξιμο το σώμα ή να μας είναι δύσκολο να ανταποκριθούμε, να αποφεύγουμε να απαντάμε ή να γινόμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, απόμακροι, παθητικοί ή/και ασαφείς.

 

 

Αυτό το ασυνείδητο άγχος κρύβει σκέψεις, συναισθήματα και μνήμες που έχουμε από προηγούμενες σχέσεις μας και τα οποία βρίσκονται στοιβαγμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, το λεγόμενο ασυνείδητο. Όλα αυτά κινητοποιούνται μαζί, κάποιες φορές, ακόμα και από το πρώτο τηλεφώνημα που κάνουμε στον θεραπευτή καθώς, βαθιά μέσα μας, γνωρίζουμε ότι θα κληθούμε να δημιουργήσουμε μια νέα σχέση μαζί του μέσα στην οποία θα μιλήσουμε για όσα μας δυσκολεύουν και ως εκ τούτου θα έρθουμε σε επαφή με ένα επώδυνο κομμάτι της προσωπικής μας ιστορίας.

 

Πως η σχέση με τον θεραπευτή συνδέεται με τις δυσκολίες μου;

Πολλοί άνθρωποι αναζητούν ψυχοθεραπεία λόγω διαπροσωπικών προβλημάτων – δυσκολεύονται να νιώσουν οικειότητα και ασφάλεια στις σχέσεις τους, ή/και αγχώνονται υπερβολικά όταν βρίσκονται με τους άλλους με αποτέλεσμα να αποστασιοποιούνται και να αποφεύγουν την συναισθηματική εγγύτητα. Το άγχος ανεβαίνει ακαριαία επειδή κάθε ανθρώπινη επαφή πυροδοτεί μέσα μας μικτά συναισθήματα. Από την μία υπάρχει η λαχτάρα για εγγύτητα με τους ανθρώπους που επιλέγουμε στη ζωή μας, αλλά από την άλλη μπορεί να έχουμε μάθει από την εμπειρία μας ως παιδιά (λ.χ., διαζύγιο γονέων, κακοποίηση, απώλειες κτλ.) ότι το έρθουμε κοντά σε κάποιον και να βασιστούμε σε εκείνον, ήταν κάποια στιγμή επικίνδυνο για εμάς.

Επειδή λοιπόν δεν μπορέσαμε να βασιστούμε επαρκώς σε κάποιο άτομο πρωτογενούς φροντίδας (που συνήθως είναι η μητέρα), αναγκαστήκαμε να βασιστούμε σε κάποιους ασυνείδητους μηχανισμούς για να προστατέψουμε τους εαυτούς μας και να ανακουφιστούμε από το έντονο άγχος, τις λεγόμενες άμυνες (λ.χ., εκλογίκευση, αποστασιοποίηση, παθητικότητα).

Καθώς λοιπόν καλείται το άτομο να συνδεθεί με έναν νέο άνθρωπο στη ζωή του όπως είναι ο θεραπευτής, τα ίδια δυσλειτουργικά μοτίβα σχέσεων που επηρεάζουν αρνητικά τη ζωή του και το ώθησαν να αναζητήσει αρχικά θεραπεία, αρχίζουν να αναδύονται και μέσα στη θεραπευτική σχέση. Στην ψυχοδυναμική ορολογία, αυτή η διαδικασία είναι γνωστή με τον όρο «μεταβίβαση»: τα παλιά στυλ σχέσεων και τα παλιά συναισθήματα που είχαμε μέσα σε αυτές τις σχέσεις από την παιδική ηλικία εμφανίζονται στις σημερινές μας σχέσεις και στη θεραπεία.

 

 

Ενώ αυτή η μεταφορά παλαιών σχεσιακών προτύπων σαμποτάρει συνήθως τις σχέσεις μας εκτός θεραπείας με αποτέλεσμα να ζούμε μια ζωή μέσα στο άγχος, την απομόνωση και την κενότητα, η διαδικασία της μεταβίβασης κατά τη διάρκεια της θεραπείας αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να εξετάσουμε, να μάθουμε από αυτά τα δυσλειτουργικά διαπροσωπικά μοτίβα και ακόμη και να τα ξεπεράσουμε με τη βοήθεια του θεραπευτή. Πως γίνεται όμως αυτό πρακτικά μέσα σε μια ΒΕΔΨ συνεδρία;

 

«Τι συναισθήματα κινητοποιούνται μέσα σου για μένα»;

Η πιο επιθυμητή έκφραση του ασυνείδητου άγχους στο σώμα μας είναι μέσω μια ομάδας μυών που ονομάζονται γραμμωτοί μύες. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένα άτομο έρχεται για θεραπεία, κάθεται, αναστενάζει βαριά, σταυρώνει τα χέρια και τα πόδια του και κουνάει νευρικά τα πόδια του. Ο θεραπευτής δεν έχει ρωτήσει τίποτα ακόμα. Απλώς κάλεσε το άτομο στο δωμάτιο και εκείνο κάθισε στην καρέκλα του. Ωστόσο, όπως είδαμε, το άτομο έχει μια αύξηση των συναισθημάτων του (που δεν την καταλαβαίνει) και του άγχους (που επίσης μπορεί να μην καταλαβαίνει) πριν μιλήσει για το οτιδήποτε. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Σκεφτείτε για λίγο, τηρουμένων των αναλόγιων, το πως αντιδρά ένα κακοποιημένο σκυλί καθώς προσπαθείτε να το πλησιάσετε για να του δώσετε φροντίδα, αγάπη και ενδιαφέρον: είτε γαυγίζει, είτε αποσύρεται και μαζεύεται. Έχοντας κατά πάσα πιθανότητα κακοποιηθεί από έναν άνθρωπο στο παρελθόν, νιώθει θυμό και φόβο για όλους τους ανθρώπους γενικά – ακόμα και γι’ αυτούς που έχουν τώρα θετικές προθέσεις απέναντί του. Τον θυμό και τον φόβο θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «συναισθήματα μεταβίβασης» που έχει ο κακοποιημένος σκύλος απέναντί μας. Ομοίως, το άτομο που έχει πληγωθεί σε προηγούμενες σχέσεις του νιώθει τα ίδια ασυνείδητα συναισθήματα όταν πλησιάζει έναν άλλο άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του θεραπευτή.

Ως απάντηση σε αυτό το άγχος, ο ΒΕΔΨ θεραπευτής μπορεί να παρέμβει ρωτώντας: «Φαίνεσαι αγχωμένη. Το παρατηρείς και συ αυτό; Φαίνεται να έχεις ένταση στο σώμα σου, να σφίγγεις τα χέρια σου και να κουνάς νευρικά τα πόδια σου καθώς ετοιμάζεσαι να μου μιλήσεις. Τι λες, συμβαίνει κάτι τέτοιο; Θα ήθελες να ρίξουμε μια ματιά στα συναισθήματα που έχεις μέσα σου εδώ για μένα και που σε κάνουν να αγχώνεσαι;».

Ο σκοπός αυτής της παρέμβασης είναι να προσφέρει ο ΒΕΔΨ θεραπευτής στη γυναίκα μια οδό αναγνώρισης των ασυνείδητων συναισθημάτων και του άγχους της μέσω του οποίου αυτά τα συναισθήματα εκφορτίζονται στο σώμα. Εφόσον μπορέσει να τα αναγνωρίσει, έπειτα ο θεραπευτής την ενθαρρύνει να τα βιώσει στο σώμα της, ώστε να μη χρειάζεται να νιώθει άγχος όποτε αυτά προσπαθούν να εισέλθουν στη συνείδηση της.

Κάποιες φορές όμως, το άτομο μπορεί να μην απαντά με άγχος στις ερωτήσεις του θεραπευτή, αλλά με άμυνες και να αντιστέκεται στις προσπάθειες του δεύτερου να το προσεγγίσει. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι μια γυναίκα μιλά για τα συναισθήματα που έχει προς την σύζυγό της. Αρχικά, καθώς μιλάει για το θυμό της και την ωθεί ο θεραπευτής να τον νιώσει σωματικά, αρχίζει να σκέφτεται πολύ και να εκλογικεύει. Καθώς ο θεραπευτής επισημαίνει αυτές τις άμυνες και την ενθαρρύνει να τις εγκαταλείψει, μπορεί να συμβεί κάτι πολύ ενδιαφέρον. Η γυναίκα σταματά να κοιτάζει τον θεραπευτή και αρχίζει να τον αποφεύγει. Αποσύρεται, γίνεται ασαφής και παθητική. Εκείνη την στιγμή, δεν αποφεύγει τα συναισθήματά της μόνο για τον σύζυγο, αλλά και για τον θεραπευτή.

Όταν συμβαίνει αυτό, ο ΒΕΔΨ θεραπευτής συνήθως σταματά τη διερεύνηση των συναισθημάτων (είτε για τον σύζυγο, είτε για τον ίδιο) και παρεμβαίνει με τον ακόλουθο τρόπο: «παρατηρείς τώρα ότι γίνεσαι ασαφής και δεν με κοιτάζεις;», «παρατηρείς πως με αποφεύγεις και βάζεις ένα τείχος απόστασης εδώ ανάμεσά μας;». Εφόσον αναγνωρίζει και το άτομο αυτά τα εμπόδια, ο θεραπευτής επαναφέρει την πίεση για αναγνώριση κάποιου συναισθήματος ρωτώντας: «αν δεν απομακρυνθείς και δεν με αποφύγεις, τι συναισθήματα κινητοποιούνται μέσα σου προς τα εμένα που σε κάνουν να βάζεις αυτό το τείχος ανάμεσά μας;».

 

 

Αυτή η διαδικασία της πρόσβασης και της απόκτησης άνεσης με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές που σχετίζονται με τη θεραπευτική σχέση αυξάνει την ικανότητά μας στην αντιμετώπιση των εσωτερικών δυσκολιών (π.χ., άγχος, απομόνωση, εκρήξεις θυμού, θλίψη) που προκύπτουν σε άλλες καταστάσεις της ζωής μας (όπως είναι ο χώρος εργασίας ή το σπίτι). Επίσης, μας επιτρέπει να κάνουμε συνδέσεις με παρελθοντικές καταστάσεις στις οποίες λειτουργούσαμε με τον ίδιο τρόπο και να καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο μπορεί να είχαν δυσάρεστη έκβαση για εμάς.

Τέλος, μας παρέχει την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον εαυτό μας, τους τρόπους με τους οποίους σχετιζόμαστε με τους άλλους και τις αναπτυξιακές ρίζες των διαπροσωπικών και συναισθηματικών μας προβλημάτων.

 

Τι θα συμβεί αν αγνοήσουμε την θεραπευτική σχέση;

Εάν μια θεραπεία δεν αντιμετωπίζει τα προβληματικά μοτίβα σύνδεσης με τους άλλους και μέσα στη θεραπευτική σχέση, ο κίνδυνος είναι μεγάλος αυτά τα μοτίβα να παραμείνουν. Αυτό μπορεί να καταστήσει τη θεραπεία λιγότερο αποτελεσματική και να επιτρέψει στις δυσκολίες να παραμείνουν ή ακόμα και να ενδυναμωθούν, εφόσον αναπαράγονται μέσα σε μια ακόμα νέα σχέση, όπως είναι αυτή με τον θεραπευτή.

Σκεφτείτε λοιπόν τι θα συνέβαινε αν προσεγγίζαμε τις περισσότερες σχέσεις μας με αποστασιοποιημένο τρόπο και δεν βλέπαμε πότε συμβαίνει αυτό μέσα στη θεραπευτική σχέση; Θα άλλαζε κάτι; Ή να μας κατέκλυζε τεράστιο άγχος κάθε φορά που ερχόμασταν σε επαφή με έναν καινούργιο άνθρωπο και να συνεχίζαμε να το διερευνούμε στις άλλες μας σχέσεις, χωρίς να αναγνωρίζαμε και να βιώναμε στο εδώ και τώρα τα συναισθήματά μας απέναντι στον θεραπευτή; Θα καταφέρναμε ποτέ να βρούμε τι είναι αυτό που μας κάνει να αγχωνόμαστε γενικά στις σχέσεις μας; Θα καταφέρναμε ποτέ να νιώσουμε καλά με τους άλλους και να συνδεθούμε άνετα μαζί τους;

 

Συμπέρασμα

Η έμφαση στη θεραπευτική σχέση εντείνει την συμμαχία μεταξύ θεραπευτή-θεραπευόμενου και λειτουργεί ως μια μορφή συνειδητής και ασυνείδητης εμπιστοσύνης προς τη θεραπευτική διαδικασία, μέσα στην οποία οι άνθρωποι που αναζητούν βοήθεια δεν μιλούν απλά για τις δυσκολίες τους, αλλά έχουν την ευκαιρία να τις δούνε και να τις αντιμετωπίσουν την στιγμή που προκύπτουν. Αυτό μας προσφέρει μια σημαντική δυνατότητα να ξεπεράσουμε τα παιδικά πρότυπα αντιμετώπισης των δυσκολιών που δεν μας επιτρέπουν να ζήσουμε μια πιο γεμάτη, χαρούμενη και ενήλικη ζωή.

Μόλις συνειδητοποιήσουμε την θεραπευτική δύναμη που υπάρχει στο εδώ και τώρα, τα επώδυνα συναισθήματα, το άγχος και τα εσωτερικά εμπόδια που βάζουμε αθέλητα στον εαυτό μας παύουν να είναι προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν, αλλά σημαντικές ευκαιρίες μέσω των οποίων ανακαλύπτουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Είμαστε πρόθυμοι όμως να στρέψουμε τον φακό προς τα μέσα και να παρατηρήσουμε ό,τι συμβαίνει μέσα μας κάθε στιγμή, ώστε να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε και τελικά να γίνουμε αυτοί που… είμαστε;

 

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή μέρους ή ολόκληρου του άρθρου χωρίς προηγούμενη άδεια του αρθρογράφου.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...