Πάρτε λίγα δευτερόλεπτα και σκεφτείτε την τελευταία φορά που κληθήκατε να εκτελέσετε κάποια δοκιμασία, κάποια ενέργεια μπροστά σε κοινό ή συμμετείχατε σε κάποια ακαδημαϊκή εξέταση. Είχατε έντονο άγχος παρόλο που ξέρατε ότι είχατε προετοιμαστεί κατάλληλα; Πως σκεφτόσασταν για τον εαυτό σας; Τι εικόνα είχατε για τον άνθρωπο ή τους ανθρώπους που (θα) σας έβλεπαν; Πόσο έντονη ήταν η επιθυμία να τα παρατήσετε και να αποφύγετε αυτό που σας αγχώνει; Αν το κάνατε, πως νιώσατε μετά με τον εαυτό σας; Πόσες φορές έχετε βρεθεί συνολικά στην ζωή σας σε αυτή την θέση με το άγχος να είναι ολοένα και πιο πιεστικό για εσάς με αποτέλεσμα να καθορίζει τις επιλογές σας και να σας στερεί κάποιες ευκαιρίες;

Αν οι παραπάνω ερωτήσεις σάς κάνουν νόημα και η προσπάθεια να τις απαντήσετε σάς δημιουργεί κάποια ανεξήγητη εσωτερική ένταση, τότε κατά πάσα πιθανότητα έχετε βρεθεί και εσείς αντιμέτωποι τουλάχιστον μια φορά στην ζωή σας με μια κατάσταση που ενεργοποιούσε μέσα σας μια έντονη ανησυχία ή ακόμα και έναν φόβο ότι δεν θα είστε ικανοί να ανταποκριθείτε σε μια κοινωνική ή διαπροσωπική συνθήκη (λ.χ. δημόσια ομιλία, εξέταση, συζήτηση, αθλητική δραστηριότητα, σεξουαλική πράξη κτλ.) πριν ακόμα εμπλακείτε σε αυτή και παρά την άρτια προετοιμασία που μπορεί να έχετε κάνει για να διασφαλίσετε την επιτυχία. Αυτή η έντονη ανησυχία και ο φόβος ανεπάρκειας που εμφανίζονται πριν την εκτέλεση ενός έργου ορίζονται στην καθομιλούμενη ως άγχος επίδοσης.

Το άγχος επίδοσης δεν συνιστά μια ξεχωριστή διαγνωστική κατηγορία και δεν αποτελεί από μόνο του μια ψυχική διαταραχή. Συνδέεται στενά με την κοινωνική φοβία η οποία εντάσσεται στη λίστα με τις αγχώδεις διαταραχές, αλλά θα λέγαμε ότι αντανακλά περισσότερο ένα «συνεχές» πάνω στο οποίο βρισκόμαστε όλοι οι άνθρωποι και ως εκ τούτου δεν είναι κάτι απόλυτο (από το οποίο πάσχει ή δεν… πάσχει κάποιος).

Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν, μπορεί να έχουν μια ελαφριά νευρικότητα και ένα σφίξιμο στο σώμα πριν εκτελέσουν μια δοκιμασία, ενώ κάποιοι άλλοι να πλήττονται από έντονες κρίσεις άγχους με δύσπνοια, ζαλάδα, τάση για λιποθυμία, στομαχόπονο, εμέτους, θολή όραση, δυσκολία στην ακοή ακόμα και απώλεια συνείδησης λίγο πριν την έναρξη της δοκιμασίας. Αυτές οι σωματικές ενοχλήσεις δυσχεραίνουν την παραγωγή έργου με αποτέλεσμα το άτομο να επιβεβαιώνει τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του (π.χ. ότι είναι ανεπαρκές, άχρηστο, χαζό, ανίκανο κτλ.), να νιώθει ακόμα πιο άσχημα με τον εαυτό του και στο τέλος να αποφεύγει όλες τις καταστάσεις που ενεργοποιούν την αρνητική του αυτο-εικόνα.

 

 

Συνεπώς, το άγχος επίδοσης λειτουργεί ως μια μορφή αυτο-επιβεβαίωσης χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται αρχικά το άτομο ότι η μη ικανοποιητική επίδοσή του δεν συνδέεται με τις μειωμένες ικανότητές του, αλλά με το αυξημένο άγχος του. Σταδιακά, το άτομο μαθαίνει να χρησιμοποιεί το άγχος του ως «βαρόμετρο» της επιτυχίας του.  Για παράδειγμα, αν σε μια κοινωνική κατάσταση έχει πολύ άγχος, τότε αξιολογεί την επίδοσή του ως απόλυτα αρνητική, ανεξάρτητα από την πραγματική έκβαση αυτής της κατάστασης ή τα θετικά σχόλια των παρευρισκόμενων.

Για να αντιμετωπίσει λοιπόν το άγχος και να αποφύγει την πιθανότητα να νιώσει ντροπή ή ταπείνωση καθώς οι άλλοι μπορεί να το παρατηρούν, απομονώνεται και σταδιακά ζει μια ολοένα και πιο περιορισμένη ζωή. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να ενεργοποιεί μια ανώτερη αίσθηση εαυτού μέσα σε κάποιους ρόλους της ζωής του (π.χ. επάγγελμα, συντροφικές σχέσεις) για να ξεπεράσει την αρνητική του αυτο-εικόνα, να καταπιάνεται με πολλά και διαφορετικά πράγματα και να λειτουργεί στην καθημερινότητά του σαν να μην το νοιάζει η κριτική των άλλων.

Γιατί όμως κάποιοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στο άγχος επίδοσης; Πως, όταν το άγχος επίδοσης είναι έντονο και επίμονο, συνδέεται με πρώιμα παιδικά τραύματα; Γιατί συχνά οι άνθρωποι που ανησυχούν υπερβολικά για την επίδοσή τους είναι τελειομανείς; Και τέλος, πως μπορεί η Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία (ΒΕΔΨ) να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε το άγχος επίδοσης;

 

Σε ποιους παράγοντες οφείλεται το άγχος επίδοσης;

Το άγχος απόδοσης, ανάλογα με τον βαθμό και την έντασή του, είναι αρχικά αποτέλεσμα τριών παραγόντων: α) ανεπαρκούς προετοιμασίας (οπότε το άγχος είναι αναμενόμενο), β) υπερβολικής τάσης για επίθεση προς τον εαυτό η οποία συντελεί σε μια διαστρεβλωμένη αντίληψη των ικανοτήτων μας, γ) ακλόνητης πεποίθησης ότι οι άλλοι είναι πιθανοί κριτές έτοιμοι να μας επιτεθούν μετά από κάποιο «λάθος» που μπορεί να κάνουμε.

Ο πρώτος παράγοντας είναι γνωστός και οικείος σε όλους μας – είτε έχετε ασχοληθεί επαγγελματικά, είτε ερασιτεχνικά με μια δραστηριότητα (π.χ. μουσική, χορό, άθλημα) γνωρίζετε πολύ καλά ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνετε για να κατακτήσετε αυτό που θα εκτελέσετε είναι να εξασκηθείτε σκληρά. Αφού το κάνετε αυτό, αν το άγχος επίδοσης επιμένει σε έντονο βαθμό, τότε είναι καιρός να κάνετε και ψυχολογική δουλειά.

Η πιο συνηθισμένη τακτική των ατόμων που ταλαιπωρούνται από έντονο και επίμονο άγχος επίδοσης, είναι η άσκηση αυστηρής κριτικής απέναντι στον εαυτό τους. Όταν συμβαίνει αυτό, το άτομο έρχεται αντιμέτωπο, χωρίς να το καταλαβαίνει, με έναν σκληρό εσωτερικό κριτή που εκθέτει όλα τα ελαττώματά του, το υποτιμά και πριν καλά-καλά ξεκινήσει μια προσπάθεια, το αποθαρρύνει. Ο κριτής αυτός έχει δημιουργηθεί από νωρίς στην ζωή του ατόμου με σκοπό να προφυλάξει τους άλλους από κάποιες ασυνείδητες παρορμήσεις ή συναισθήματά του που θεωρεί επικίνδυνα και μη επιτρεπτά.

Συνεπώς, για να ελέγξει αυτές τις παρορμήσεις/συναισθήματα και για να μην πλήξει τους άλλους, τα στρέφει μέσα του με αποτέλεσμα να πλήττει τον εαυτό του και να χειροτερεύει ακόμα περισσότερο την αυτο-εικόνα του. Τις περισσότερες φορές, αυτός ο εσωτερικός κριτής μεταφέρεται σχεδόν ταυτόχρονα και στους άλλους και έτσι το άτομο αρχίζει να τους βιώνει ως απειλητικούς και επικίνδυνους με αποτέλεσμα να τους φοβάται και να ανησυχεί υπερβολικά ότι θα θυμώσουν ή θα το κρίνουν για τις επιδόσεις του.

 

 

Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση του άγχους επίδοσης. Για παράδειγμα, μπορεί να υπάρχει η ασυνείδητη ανάγκη ή επιθυμία ενός ατόμου να «ξεπεράσει» την οικογένειά του (και κατ’ επέκταση τους άλλους) λόγω της ανταγωνιστικής σχέσης που έχει δημιουργηθεί μαζί τους και ο συνακόλουθος φόβος που προκύπτει ότι θα το φθονήσουν ή/και θα τον υποτιμήσουν ως «τιμωρία» γι’ αυτή την απαγορευμένη επιθυμία. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει ενδόμυχα μια βαθιά υποτιμημένη εικόνα του εαυτού η οποία συντηρείται και ενισχύεται επειδή το άτομο αισθάνεται ενοχικά όταν κινητοποιούνται μέσα του ασυνείδητα αρνητικά συναισθήματα (οργή, θυμός, μίσος) για τους άλλους.

 

Άγχος Επίδοσης: Η σύνδεσή με το τραύμα και την τελειομανία.

 Το άγχος που προκύπτει καθώς σκεφτόμαστε ότι οι άλλοι θα μας κρίνουν για την απόδοσή μας αποτελεί απλώς ένα «παραπροϊόν» των ασυνείδητων παρορμήσεων, επιθυμιών και συναισθημάτων που έχουμε απέναντι σε αυτούς που αντιλαμβανόμαστε ως κριτές. Λειτουργεί ως ένα «φράγμα» που εμποδίζει την εισροή των καταπιεσμένων συναισθημάτων (λ.χ. θυμός, ενοχές, πόνος, λύπη) στη συνείδηση, αλλά καθώς κινητοποιείται, ενεργοποιούνται μαζί με αυτό και κάποιοι αμυντικοί μηχανισμοί στους οποίους βασιζόμασταν από παιδιά ώστε να τακτοποιούμε μέσα μας τα έντονα και επώδυνα συναισθήματα που κατευθύνονταν προς τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μας. Ο πιο συνηθισμένος αμυντικός μηχανισμός που χρησιμοποιούν τα άτομα που βιώνουν έντονο άγχος επίδοσης είναι η τελειομανία.

Όταν ένα άτομο είναι τελειομανές, θα λέγαμε ότι κάνει στον εαυτό του αυτό που του έκανε κάποιο άλλο πρόσωπο της ζωής του στο παρελθόν. Για παράδειγμα, το άτομο που βιώνει στην ενήλικη ζωή έντονο άγχος επίδοσης και παράλληλα υιοθετεί μια τελειοθηρική συμπεριφορά για να μπορεί να αισθάνεται καλά με τον εαυτό του, ίσως μεγάλωσε με έναν αυστηρό και επικριτικό πατέρα που είχε πάντα υψηλές προσδοκίες από αυτό και θύμωνε ή λειτουργούσε τιμωρητικά όταν αυτές δεν εκπληρώνονταν.

Το άτομο αντί να νιώσει την οργή του προς τον επικριτικό πατέρα του, τον προστατεύει από αυτή ταυτιζόμενο μαζί του (θέτοντας τα ίδια υψηλά και μη ρεαλιστικά πρότυπα στην ζωή του και τιμωρεί τον εαυτό του κάθε φορά που δεν ανταποκρίνεται σε αυτά έχοντας άγχος και κάνοντας σκέψεις αυτο-μομφής).

Το τελειομανές άτομο προσπαθεί να φτάσει σε μια ιδανική αυτο-εικόνα με ασυνείδητο σκοπό να βασανίσει τον εαυτό του. Πιστεύει ότι πρέπει να είναι ίδιος με την ιδανική του εικόνα ώστε να μπορούν οι άλλοι να το αποδέχονται και να το αγαπούν. Ταυτιζόμενο με την φωνή του επικριτικού γονέα είναι σαν να τον ακούει να του λέει: «Μην είσαι έτσι όπως είσαι, παιδί μου! Γίνε όπως θέλω να εγώ να είσαι (ιδανικός). Δεν μπορώ να σε αγαπήσω και να σε αποδεχτώ όπως είσαι, αλλά θα μπορούσα να αγαπήσω και να αποδεχτώ αυτή την ιδανική εικόνα που έχω στο μυαλό μου για σένα».

Το παιδί που ταυτίζεται με έναν τόσο επικριτικό γονέα θα απορρίψει τον πραγματικό του εαυτό του όπως έκανε ο γονέας του. Απορρίπτει την ουσία του, αγκαλιάζοντας αντ’ αυτού το ιδανικό του. Έτσι, θα προσπαθεί μάταια στην ενήλικη ζωή να πετύχει μη ρεαλιστικούς στόχους και να κυνηγά όνειρα που δεν είναι δικά του με σκοπό να αποδείξει την αξία του στους άλλους, καταλήγοντας όμως αρκετά συχνά να νιώθει απογοήτευση, κενότητα και μοναξιά.

Από παιδί λοιπόν, το άτομο που ταλαιπωρείται από άγχος επίδοσης, μαθαίνει να αρνείται τα πραγματικά του συναισθήματα, να ταυτίζεται με τον επικριτικό γονέα και να αποφεύγει το θυμό του προς τα εκείνον γιατί προτιμά να διατηρεί μια ανασφαλή προσκόλληση από το να βιώσει την απώλεια της σχέσης του μαζί του. Έτσι, όπως λέει τόσο όμορφα η Lorna Benjamin, η τελειομανία είναι ένα «δώρο αγάπης» από το παιδί προς τον γονέα. Είναι σαν να λέει το παιδί και αργότερα ο ενήλικας: «Θα συνεχίσω να αγαπώ τον πατέρα μου τόσο πολύ που θα προστατεύσω αυτόν και τη σχέση μας από το θυμό μου στρέφοντάς τον προς τον εαυτό μου με τη μορφή της αυτοκριτικής και της τελειομανίας».

 

 

Ωστόσο, όπως είδαμε και παραπάνω, το τελειομανές άτομο που ανησυχεί για την επίδοσή του μπορεί να μην είναι επικριτικό μόνο απέναντι στον εαυτό του. Τα ίδια υψηλά στάνταρ και προσδοκίες που έχει από τον εαυτό του, μπορεί να τα έχει από τους άλλους και να λειτουργεί το ίδιο επικριτικά όταν τους βλέπει να μην ανταποκρίνονται σε αυτά. Επίσης, σε μια συνθήκη επίδοσης που διαδραματίζεται στο παρόν, ο άλλος ή οι άλλοι (εξεταστές, κοινό, σύντροφοι, φίλοι, θεραπευτές κτλ.) βιώνονται ασυνείδητα σαν να είναι… τα πρόσωπα του παρελθόντος από τα οποία περιμένει κριτική, αυστηρότητα και τιμωρία σε περίπτωση που δεν τα καταφέρει.

Σε κάθε νέα συνθήκη επίδοσης, ενεργοποιούνται ξανά τα ίδια καταπιεσμένα συναισθήματα που στοιβάζονται μαζί με τα προηγούμενα στο ασυνείδητο και εκλύουν ολοένα και περισσότερο άγχος το οποίο φτάνει, σε κάποιες περιπτώσεις, να δημιουργεί και έντονες σωματικές ενοχλήσεις (π.χ. μυαλγίες, υπέρταση, ημικρανίες, γαστρίτιδες, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ζαλάδες, λιποθυμικά επεισόδια, μυϊκή ατονία και σε σπάνιες περιπτώσεις ακόμα και παράλυση).

Συνεπώς, το άγχος που συνδέεται με τις άλυτες συναισθηματικές συγκρούσειςπως μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να θυμώσει με κάποιον που ταυτόχρονα αγαπάω;») και η ενεργοποίηση αμυντικών μηχανισμών όπως είναι η τελειομανίαθέλω να γίνω ο ιδανικός εαυτός μου γιατί μόνο έτσι μπορούν να με αγαπήσουν και να με αποδεχτούν οι άλλοι») για την αποφυγή του συναισθηματικού πόνου, δημιουργούν τα ψυχολογικά προβλήματα στη ζωή του ατόμου.

 

Άγχος Επίδοσης; Πως μπορεί να βοηθήσει η ΒΕΔΨ;

Στις περιπτώσεις που το άγχος επίδοσης είναι έντονο, επίμονο και εμφανίζεται σε ένα μεγάλο εύρος καταστάσεων, η ψυχοθεραπεία αποτελεί την πιο ασφαλή και αποτελεσματική λύση. Ωστόσο, οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που επικεντρώνονται μόνο στην ανακούφιση από τις εκδηλώσεις του άγχους (μέσω προοδευτικής έκθεσης στην συνθήκη επίδοσης, ψυχοεκπαίδευσης κτλ.) παράγουν αποτελέσματα που δεν επιφέρουν μόνιμες και εν τω βάθει αλλαγές. Τα εξουθενωτικά συμπτώματα του άγχους επίδοσης συνήθως υποχωρούν αυτόματα μόνο όταν το άτομο αποκτήσει πρόσβαση στο πρώιμο τραύμα και καταφέρει να κατανοήσει, να βιώσει και να επεξεργαστεί όλα τα επώδυνα συναισθήματα που συνδέονται με αυτό.

Στη ΒΕΔΨ λοιπόν, ο αρχικός στόχος είναι η παρατήρηση του άγχους και ο τρόπος που εκδηλώνεται στο σώμα. Ο ΒΕΔΨ θεραπευτής βοηθά γνωστικά το άτομο να συνδέει το άγχος του όχι με μια φανταστική εξωτερική απειλή, αλλά με εσωτερικές διεργασίες (σκέψεις και συναισθήματα) που όταν κινητοποιούνται (μέσα από τις ενεργητικές προσπάθειες του θεραπευτή) προκαλούν μια μορφή έντονης ενδοψυχικής σύγκρουσης η οποία αν και ανεβάζει το άγχος, αποτελεί παράλληλα έναν επιταχυντικό παράγοντα της θεραπευτικής διαδικασίας και της αλλαγής.

 

 

Πέρα από το άγχος και τους τρόπους έκφρασής του στο σώμα, ο ΒΕΔΨ θεραπευτής βοηθά το άτομο που ταλαιπωρείται από άγχος επίδοσης να παρατηρήσει, να καταλάβει και εν τέλει να εγκαταλείψει τους αμυντικούς μηχανισμούς (π.χ. προβολή) που καθώς ενεργοποιούνται σε μια συνθήκη απόδοσης, οι άλλοι βιώνονται ως «απειλητικοί» και «εχθρικοί» με αποτέλεσμα (το άτομο) μετά να τους φοβάται και να τους αποφεύγει. Μέσα στη θεραπευτική σχέση, διερευνάται ο τρόπος που βιώνει ο θεραπευόμενος τον εαυτό του και τον θεραπευτή με αποτέλεσμα  να μπορέσει ο πρώτος με την ενθάρρυνση και την στήριξη του δεύτερου να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα που επειδή του είναι πολύ δύσκολο να αντέξει μέσα του, κάποιες φορές τα μεταφέρει ασυνείδητα στους άλλους με συνέπεια να τους βλέπει ως πιθανούς κριτές.

Σε αυτή την κρίσιμη και επίμονη συνεργατική δουλειά, είναι πολύ σημαντικό να αναγνωριστεί ο αυστηρός και σκληρός εσωτερικός κριτής που κουβαλά το άτομο μέσα του, να καταφέρει να τον διαχωρίσει από τον εαυτό του και με την βοήθεια του θεραπευτή να μπορέσει να αντιπαρατεθεί δυναμικά σε αυτόν τον κριτή ώστε να μην τον χρειάζεται πια για να ελέγχει την συναισθηματική του ζωή. Ο θεραπευτής λοιπόν συνήθως ρωτάει τον/ην θεραπευόμενο/η σε αυτό το σημείο: «Παρατηρείς τώρα πώς επιτίθεσαι στον εαυτό σου;», «Θα μπορούσε να συνδέεται ο τρόπος που τα βάζεις τώρα με τον εαυτό σου με την στεναχώρια που έχεις μετά μέσα σου;», «Αν δεν τα βάλεις τώρα με τον εαυτό σου και δεν με προστατέψεις από τα συναισθήματα μέσα σου, πως νιώθεις εδώ μαζί μου;»

 

Συμπέρασμα

Το άγχος επίδοσης έχει πολλές διαβαθμίσεις και μπορεί να εμφανιστεί σε μια πληθώρα καταστάσεων με αποτέλεσμα να περιορίζει την ζωή μας, να επηρεάζει τις επιλογές μας (επαγγέλματος, συντρόφου κτλ.) και να συνδέεται με συμπεριφορές που προσθέτουν ακόμα περισσότερο άγχος, στεναχώρια, κενότητα και μοναξιά στη ζωή μας, όπως είναι η τελειομανία. Μεγάλο μέρος της θεραπευτικής δουλειάς γίνεται μέσα στην σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου. Μόνο σε μια ασφαλή σχέση, μπορεί το άτομο με άγχος επίδοσης να αναγνωρίσει, να βιώσει και να επεξεργαστεί κάποια έντονα και επώδυνα συναισθήματα, αρχικά απέναντι στον θεραπευτή και έπειτα απέναντι στα πρόσωπα του παρελθόντος που το τραυμάτισαν.

Όσο ενεργοποιείται το ασυνείδητο μέσα από αυτή τη δυναμική διαδικασία, θα έρχονται αυτόματα στο μυαλό του θεραπευόμενου μνήμες και γεγονότα που συνδέονται με την κριτική ή/και την απόρριψη που βίωσε ως παιδί, αλλά ίσως ως ενήλικας να έχει ξεχάσει. Όπως λέει και ο Jon Frederickson: «Στη θεραπεία ανακαλύπτουμε ότι θεραπευόμαστε μέσα από τη σχέση, γιατί οι πληγές που προέκυψαν στις προηγούμενες σχέσεις μας μπορούν να θεραπευτούν μόνο σε μια νέα ασφαλή σχέση, όπου ο θεραπευτής δεν μιλά ΣΕ εμάς, αλλά ΜΑΖΙ μας».

 

 

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή μέρους ή ολόκληρου του άρθρου χωρίς προηγούμενη άδεια του αρθρογράφου.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...