Ως ένα βαθμό, είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με την απώλεια, ακόμα και αν κάποιες φορές δεν το συνειδητοποιούμε. Βιώνουμε την απώλεια όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, αλλά και όταν τελειώνει μια φιλική ή ερωτική σχέση, όταν αλλάζουμε εργασιακό περιβάλλον, όταν διανύουμε ένα μεταβατικό στάδιο της ζωής μας, όταν χάνουμε τα κατοικίδια ή τα υπάρχοντά μας, όταν εγκαταλείπουμε τα όνειρα, τις ιδέες ή τις φιλοδοξίες μας, ακόμα και όταν αποφασίσουμε να αλλάξουμε κάτι στον εαυτό μας με στόχο την προσωπική εξέλιξη. Κάθε μορφή απώλειας λοιπόν, είτε μιλάμε για την απώλεια ενός ανθρώπου, μιας κατάστασης ή μιας πεποίθησης, είναι και ένας θάνατος για τον οποίο ο κάθε άνθρωπος πενθεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Αν σκεφτούμε την απώλεια με μια πιο διευρυμένη οπτική, καταλαβαίνουμε ότι αυτό που έχουμε χάσει κατά βάθος είναι το νόημα που έδινε στην ζωή μας ο άνθρωπος, η εργασία, το κατοικίδιο, ή ιδέα που υπήρχαν κάποτε σε αυτή. Είμαστε αναγκασμένοι λοιπόν να αποδεχτούμε το κενό και τον πόνο που προκαλεί η οριστική απουσία τους γνωρίζοντας ότι η ζωή μας δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια, καθώς και ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι΄ αυτό.

 

“Κάθε μορφή απώλειας είναι μια μερική απώλεια του εαυτού μας”

Προκειμένου να νιώθουμε ψυχικά υγιείς και λειτουργικοί στην καθημερινότητά μας, βασική προϋπόθεση (τουλάχιστον για τις περισσότερες ώρες της ημέρας) είναι να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας. Για να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας, θα πρέπει να έχουμε την αίσθηση ότι ο χρόνος και η ενέργειά μας δαπανώνται με νόημα και ουσία στην καθημερινότητάς μας. Το νόημα που αποδίδουμε στις σχέσεις μας (όχι μόνο με τους κοντινούς μας ανθρώπους αλλά και με την καριέρα μας, την υπόλοιπη κοινότητα και με ό,τι άλλο περιλαμβάνει η ζωή μας) είναι το καύσιμο του εγκεφάλου και αυτό που μας κάνει τελικά να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας.

Αυτές οι σχέσεις όμως δεν δίνουν μόνο νόημα στην ζωή μας, αλλά καθορίζουν εν πολλοίς την ταυτότητά μας. Είμαι ψυχολόγος εξαιτίας της σχέσης που έχω με το επάγγελμά μου. Είμαι γιος εξαιτίας της σχέσης που έχω με τους γονείς μου. Αν κάποιος νομοθετικός παράγοντας αποφάσιζε να καταργήσει το επάγγελμα του ψυχολόγου, θα έχανα εκ των πραγμάτων την ιδιότητά μου και ένα μέρος της ταυτότητάς μου. Συνεπώς, όσο περισσότερο νόημα προσθέτει μια σχέση (με την ευρεία έννοια του όρου) στην ζωή μου, τόσο πιο σημαντικό ρόλο έχει στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μου και τόσο περισσότερο θα πενθήσω στην περίπτωση που την χάσω. Μιας και οι στενές συγγενικές, φιλικές και ερωτικές σχέσεις φαίνεται να δίνουν στους περισσότερους από εμάς το μέγιστο νόημα, ο πόνος της απώλειας, (είτε μιλάμε για θάνατο, είτε για χωρισμό), είναι συνήθως δύσκολα διαχειρίσιμος.

 

Ο δεσμός προηγείται της… απώλειας

Ο τύπος του δεσμού που αναπτύξαμε ως βρέφη με τους πρώτους φροντιστές μας, μπορεί να προβλέψει το πως θα αντιδράσουμε σε ψυχο-συναισθηματικό επίπεδο εφόσον έρθουμε αντιμέτωποι, αργότερα στην ζωή μας, με την απειλή της διάλυσης μιας σχέσης ή βιώσουμε μια σημαντική απώλεια (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου).

Ως βρέφη και ως παιδιά, έχουμε ανάγκη από σταθερότητα, ασφάλεια, προστασία, συναισθηματική επαφή και φροντίδα. Κάθε φορά που απειλείται κάτι από όλα αυτά, ενεργοποιούμε ενδογενείς μηχανισμούς όπως είναι το κλάμα για να τραβήξουμε την προσοχή του φροντιστή και να αποκαταστήσουμε τον δεσμό μαζί του. Όταν ο φροντιστής ανταποκριθεί θετικά σε αυτή την αντανακλαστική αντίδραση είτε με κάποιον λεκτικό καθησυχασμό είτε με μια ήπια, ζεστή και τρυφερή συναισθηματική έκφραση, οι ενδογενείς μηχανισμοί συνήθως απενεργοποιούνται και ανακουφιζόμαστε από το άγχος. Αν αδιαφορεί, είναι παθητικός ή δρα τιμωρητικά απέναντι σε αυτή την αντίδραση, τότε προσβάλλεται ολοκληρωτικά η ικανότητα μας να αντιμετωπίζουμε ή να ενσωματώνουμε τις έννοιες και  τα συναισθήματα που σχετίζονται με αυτήν την απειλητική εμπειρία. Η έννοια της προσβολής αυτής της ικανότητάς μας μπορεί να συνεχίζεται για εβδομάδες, χρόνια ή ακόμη και δεκαετίες, καθώς αγωνιζόμαστε να αντιμετωπίσουμε αποχωρισμούς, συγκρούσεις με τα τρέχοντα πρόσωπα της ζωής μας και οριστικές απώλειες.

Η διαδικασία του πένθους λοιπόν για την απώλεια που βιώνουμε στο παρόν, μπορεί να περιπλεχθεί αν η λαχτάρα για δεσμό και προσκόλληση δεν ικανοποιήθηκε επαρκώς τα πρώτα χρόνια της ζωής μας και αν δεν έχουμε περάσει ομαλά από το στάδιο της αυτονομίας και της ανεξαρτητοποίησης. Συγκεκριμένα, ο βαθμός και η διάρκεια του πένθους μας μετά από μία απώλεια εξαρτάται κυρίως από:

 

  1. Την συναισθηματική εγγύτητα που υπήρχε στο δεσμό: Ο βαθμός της σύνδεσης και της επαφής με το αγαπημένο πρόσωπο που δεν υπάρχει πλέον στην ζωή μας, επηρεάζει την ένταση και τη διάρκεια του πένθους μας μετά την απώλεια. Όσο πιο δεμένοι είμαστε με κάποιον άνθρωπο, τόσο μεγαλύτερο είναι το συναισθηματικό κόστος της απουσίας του από την ζωή μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν η σχέση είναι υγιής και βασίζεται ως επί των πλείστων σε συναισθήματα αγάπης, το άτομο βιώνει έντονα τον πόνο και την θλίψη, αλλά βγαίνει από τη διαδικασία του πένθους, συνεχίζοντας να συνδέεται (με έναν διαφορετικό τρόπο) με το πρόσωπο που έχει χαθεί, χωρίς να μένει πίσω στην ζωή του.

 

  1. Την μορφή της ασφάλειας που υπήρχε στον δεσμό: Πόσο σημαντικό θεωρούμε έναν άνθρωπο για την ψυχολογική και συναισθηματική μας ευημερία; Πόσο εξαρτώνται η αυτοεκτίμηση και το αίσθημα ικανοποίησης από τον εαυτό από το αν θα υπάρχει στην ζωή μας ή όχι; Όταν χάνεται μια σχέση συναισθηματικής συνεξάρτησης μέσα στην οποία ένα από τα δύο μέλη (ή και τα δύο), χρειάζονται το ένα το άλλο για να νιώθουν αγαπητά, ασφαλή και αποδεκτά, τότε η αντίδραση απέναντι στην απώλεια είναι αρκετά έντονη, γιατί οι ανάγκες αυτές συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά θεωρούμε ότι είναι εφικτό να ικανοποιηθούν μόνο από το πρόσωπο που έφυγε από την ζωή μας ή γενικότερα από τους άλλους. Συνεπώς, εξαρτόμαστε πάντα από κάποιον άλλο για να μας προσφέρει την αγάπη, την φροντίδα και την αποδοχή που δεν δώσαμε ποτέ εμείς στον εαυτό μας.

 

  1. Από τον βαθμό της αμφιθυμίας που νιώθαμε μέσα στην σχέση: Σε κάθε στενή σχέση, νιώθουμε θετικά και αρνητικά συναισθήματα απέναντι στο πρόσωπο με το οποίο συνδεόμαστε. Αυτό που μας κάνει συνήθως να επιλέγουμε μια σχέση, είναι το γεγονός ότι τα θετικά συναισθήματα ξεπερνούν κατά πολύ τα αρνητικά. Σε μια άκρως αμφιθυμική σχέση όμως, όπου τείνουμε να νιώθουμε είτε μόνο θετικά, είτε μόνο αρνητικά για τον άλλο, περνώντας πολύ γρήγορα από την μια συναισθηματική κατάσταση (εξιδανίκευση) στην άλλη (υποτίμηση), ερχόμαστε τακτικά σε επαφή με ένα εσωτερικό κενό το οποίο γεμίζει με ενοχές όταν βιώνουμε μια οριστική απώλεια. Αυτές οι ενοχές είναι τιμωρητικές και οφείλονται στον ασυνείδητο θυμό που έχουμε απέναντι στο άτομο που μας έχει εγκαταλείψει με αποτέλεσμα να περιπλέκεται η διαδικασία του πένθους. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που τα θετικά συναισθήματα ισορροπούν με τα αρνητικά και δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι μια σχέση είναι ικανοποιητική ή όχι. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περιπτώσεις απώλειας λόγω θανάτου του συζυγικού προσώπου, οι εν ζωή σύζυγοι που δήλωναν ικανοποιημένοι από τον γάμο τους, κατάφερναν να περάσουν πιο ομαλά και λειτουργικά από τη διαδικασία του πένθους σε σχέση με εκείνους που είχαν έναν δυστυχισμένο ή αδιάφορο γάμο. Αυτό γιατί οι δεύτεροι δεν πενθούσαν μόνο τον σύντροφο που πέθανε, αλλά και την ζωή που ήθελαν να ζήσουν, αλλά δεν έζησαν ποτέ στον γάμο τους.

 

 

Τα βασικά συναισθήματα πίσω από την απώλεια

Η θλίψη είναι το πιο συνηθισμένο συναίσθημα που βιώνουμε μετά από μια απώλεια. Δεν εκδηλώνεται πάντα με το κλάμα, είτε γιατί εξ’ αρχής δεν βιώνεται και επικρατεί ένα μούδιασμα στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου που πενθεί, είτε γιατί το άτομο προσπαθεί συνειδητά να την μπλοκάρει κρατώντας τον εαυτό του υπερβολικά απασχολημένο με άλλες δραστηριότητες. Κατά βάση, το μούδιασμα θεωρείται ένας μηχανισμός άμυνας που επιστρατεύει το σώμα μας για να διαχειριστεί την απότομη και αυξημένη ροή επώδυνων συναισθημάτων στην συνείδηση. Παρατηρείται αρκετά συχνά σε ανθρώπους που έχουν βιώσει μια απώλεια και δεν περιπλέκει αναγκαστικά τη διαδικασία του πένθους.

Ο συνειδητός θυμός είναι ακόμα ένα συναίσθημα που βιώνουμε αρκετά συχνά μετά από μια απώλεια. Είναι ένα συναίσθημα που μας μπερδεύει γιατί δεν συμφωνεί τις περισσότερες φορές με την λογική μας. Για παράδειγμα, παρόλο που ξέρουμε, όταν χάνουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο λόγω θανάτου, ότι δεν ήταν στην πρόθεσή του να μας αφήσει, μπορεί να θυμώνουμε που μας εγκατέλειψε. Όταν αυτός ο θυμός δεν αναγνωριστεί, μπορεί να περιπλέξει το πένθος. Με μια πρώτη ανάγνωση, θυμώνουμε με τον αναπόφευκτο χαρακτήρα που ενυπάρχει σχεδόν σε κάθε απώλεια – από μικροί μαθαίνουμε ότι αν προσπαθήσουμε αρκετά μπορούμε να επηρεάσουμε την ροή των πραγμάτων και να έρθουμε πιο κοντά σε αυτό που επιθυμούμε. Μέσα από τις απώλειες όμως που βιώνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, διαπιστώνουμε ότι κάποια πράγματα είναι πέρα από τον έλεγχό μας, ότι κάποιες φορές δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε ή να αλλάξουμε. Το ότι μπορεί να μην ξαναδούμε έναν άνθρωπο ποτέ, το ότι μπορεί να μην ξεπεράσουμε ποτέ την απουσία της παρουσίας που είχε κάποτε στην ζωή μας, μας θυμώνει και παράλληλα μας τρομάζει.

Με μια δεύτερη ανάγνωση, αυτός ο θυμός μπορεί να είναι ασυνείδητος και να πυροδοτείται από παλίνδρομες εμπειρίες των παιδικών μας χρόνων. Σκεφτείτε το πιο απλό – ήσασταν κάποτε παιδί και ψωνίζατε με την μητέρα σας σε ένα σούπερ μάρκετ. Ξαφνικά, σε κάποιον διάδρομο του καταστήματος, την χάνετε. Αρχίζετε να την ψάχνετε και αναστατώνεστε που δεν την βρίσκετε. Κάποια στιγμή, σας βρίσκει εκείνη και αντί να τρέξετε στην αγκαλιά της, της φωνάζετε και γίνεστε ακόμα και σωματικά επιθετικοί απέναντί της για να της δείξετε ότι δεν θέλετε να σας αφήσει ποτέ ξανά. Σε μια απώλεια ενός σημαντικού για εμάς προσώπου λοιπόν, τείνουμε να παλινδρούμε σε μια πρότερη φάση της ανάπτυξής μας, να νιώθουμε αβοήθητοι και να θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς αυτό το πρόσωπο στην ζωή μας με αποτέλεσμα να νιώθουμε πρωταρχικά άγχος πίσω από το οποίο όμως κρύβεται ο θυμός.

Στις περιπτώσεις που δεν είχαμε μια υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη, βιώσαμε πολλές εμπειρίες εγκατάλειψης, συναισθηματικής στέρησης ή έλλειψης σταθερότητας στην ζωή μας και είχαμε γονείς που μας τιμωρούσαν για τα αρνητικά συναισθήματα που εκφράζαμε απέναντί τους, αυτός ο θυμός μαζί με κάποια άλλα συναισθήματα είναι ακόμα πιο βαθιά θαμμένος. Κάθε φορά λοιπόν που βιώνουμε μια απώλεια η οποία κινητοποιεί αυτά τα ασυνείδητα συναισθήματα, μπορεί να διανύουμε έντονες περιόδους βαθιάς θλίψης, σωματικών συμπτωμάτων και αυτο-καταστροφής (π.χ. χρήση ουσιών). Μπορεί ακόμα να γινόμαστε ανεξέλεγκτα βίαιοι και επιθετικοί απέναντι σε άλλους ανθρώπους μετά από ασήμαντες αφορμές. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο πιο ασφαλής τρόπος για να διαχειριστούμε την απώλεια είναι η λήψη βοήθειας από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας.

 

 

Τέλος, μαζί με τον θυμό, είναι αρκετά πιθανό να υπάρχουν ενοχές οι οποίες όσο δεν βιώνονται σε συνειδητό επίπεδο, τόσο συνεχίζουν να μας προκαλούν διάφορα ψυχοσωματικά, κακή διάθεση και απομόνωση. Από την άλλη μεριά, όταν η διαδικασία του πένθους δεν έχει περιπλεχθεί και οι ενοχές είναι συνειδητές και αναγνωρίσιμες, τείνουμε να τα βάζουμε με τον εαυτό μας για όσα δεν κάναμε ώστε να αποτρέψουμε την απώλεια ή δεν προσφέραμε επαρκώς από τον ρόλο που είχαμε (ως σύντροφοι, παιδιά, γονείς) στον άνθρωπο που έφυγε από την ζωή μας. Σε ηλικιωμένα ζευγάρια, όπου το ένα μέλος πεθαίνει, οι ενοχές μπορεί να πλήττουν το άλλο επειδή συνεχίζει να ζει. Όσον αφορά τη διαδικασία του πένθους, ενοχές μπορεί να έχει τόσο το άτομο που δυσκολεύεται να βγει από αυτή, όσο και το άτομο που έχει ανακάμψει σχετικά γρήγορα, ανάλογα με την επίδραση που ασκεί το πολιτισμικό πλαίσιο και την πίεση του κοινωνικού περιβάλλοντος.

Εφόσον αναγνωρίσετε λοιπόν το ενοχικό σας συναίσθημα, αναρωτηθείτε: Από που προέρχεται; Κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά αν μου δινόταν αυτή η δυνατότητα; Ποια πράγματα είναι στον έλεγχό μου και ποια όχι; Αν ήταν ένας άλλος άνθρωπος στην θέση μου, θα τον έκρινα το ίδιο αυστηρά; Τι μπορώ να μάθω μέσα από την εμπειρία της απώλειας που βίωσα και να το χρησιμοποιήσω για να εξελιχθώ;

Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...