Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ.

Υπάρχουν τρεις βασικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες συνήθως περνάμε για να διαχειριστούμε λειτουργικά σχεδόν κάθε μορφή απώλειας, τόσο σε γνωστικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο:

 

  1. Η αποδοχή της πραγματικότητας της απώλειας

Για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε το συναισθηματικό αποτύπωμα που αφήνει μέσα μας μια απώλεια, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ότι έχει συμβεί και ότι είναι μη αναστρέψιμη. Η αποδοχή της πραγματικότητας της απώλειας είναι μια γνωστική και συναισθηματική διαδικασία μέσα από την οποία καλούμαστε να περάσουμε από την πρώτη κιόλας στιγμή, αν σκεφτούμε τον λόγο ύπαρξης των εθιμοτυπικών τελετών στις περιπτώσεις απώλειας λόγω θανάτου. Ωστόσο, είναι μια διαδικασία μέσα από την οποία η εξέλιξή μας δεν είναι γραμμική και συχνά συναντά εμπόδια. Για παράδειγμα, αρκετά συχνά μπορεί να:

 

  • Αρνούμαστε το γεγονός της απώλειας. Συνεχίζουμε να ζούμε προσποιούμενοι ότι δεν άλλαξε κάτι στην ζωή μας.
  • Αντιστεκόμαστε στον οριστικό και αναπόφευκτο χαρακτήρα της απώλειας. Προσπαθούμε να αναιρέσουμε αυτό που έχει συμβεί και να αποκαταστήσουμε με οποιοδήποτε κόστος (για την σωματική ή την ψυχική μας υγεία) την κατάσταση που έχουμε χάσει.
  • Μειώνουμε τη σημασία της απώλειας. Υποτιμάμε την σχέση που είχαμε με το άτομο που δεν υπάρχει πλέον στην ζωή μας – πείθουμε τον εαυτό μας ότι το άτομο που μας εγκατέλειψε ή έφυγε από την ζωή δεν ήταν καλός πατέρας, φίλος, σύντροφος κτλ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο θυμός.
  • Εξιδανικεύουμε την σχέση, την κατάσταση ή το πρόσωπο που χάσαμε, πείθοντας τον εαυτό μας ότι όλα ήταν τέλεια στην ζωή μας πριν βιώσουμε την απώλεια. Αυτό συμβαίνει επειδή ο εγκέφαλός μας έχει την εγγενή τάση να θεωρεί ότι στην ζωή μας υπάρχει κάτι μοναδικό (π.χ. ένα πρόσωπο, ένας στόχος, ένα πράγμα, μια κατάσταση) που μπορεί μόνο να μας κάνει ευτυχισμένους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η θλίψη.

 

Ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να περάσουμε σταδιακά στην γνωστική και συναισθηματική αποδοχή της απώλειας είναι να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει τον ψυχικό πόνο, χωρίς να τον αποφύγουμε ή να τον καταπιέσουμε. Δεν βιώνουμε όλοι οι άνθρωποι με την ίδια ένταση και διάρκεια τον ψυχικό πόνο που προκαλεί η απώλεια, αλλά είναι αναμενόμενο, ότι εφόσον έχει υπάρξει ρήξη σε μία σχέση που ήταν σημαντική στην ζωή μας, θα βιώσουμε σε κάποιον βαθμό αυτόν τον πόνο.

 

Πως μπορούμε να κάνουμε τον πόνο πιο διαχειρίσιμο;

Τα μοτίβα που έχουν εντυπωθεί στο μυαλό μας, ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας και που συμπεριφερόμαστε, φανερώνονται πολλές φορές από το πως μιλάμε στον εαυτό μας, ειδικότερα δε όταν αυτός ο τρόπος είναι απαγορευτικός ή επικριτικός. Ακόμα και όταν δεν το συνειδητοποιούμε, μπορεί να λέμε στον εαυτό μας φράσεις του τύπου: «Αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι για ανθρώπους σαν και μένα», «δεν χρειάζεται να πενθήσω», «δεν πρέπει να νιώθω έτσι», «πρέπει να το ξεπεράσω και να προχωρήσω παρακάτω». Αυτές οι φράσεις ενισχύονται αρκετά από την στάση του κοινωνικού μας περίγυρου ο οποίος μας προτρέπει να ξεπεράσουμε την απώλεια, να προχωρήσουμε την ζωή μας και να μην σκεφτόμαστε το παρελθόν. Αν θέλουμε όμως να βοηθήσουμε τον εαυτό μας ή το άτομο που πενθεί για μια απώλεια, ο μόνος τρόπος για να καταστήσουμε τον πόνο μας (ή τον πόνο τους) πιο διαχειρίσιμο, είναι να είμαστε ανοιχτοί και έτοιμοι να αποδεχτούμε αυτό που αισθανόμαστε ή αισθάνονται οι άλλοι δίπλα μας – να επικυρώσουμε με άλλα λόγια τα δικά μας και τα δικά τους συναισθήματα. Το να είμαστε σε επαφή με όλα τα συναισθήματά μας και να στηρίζουμε τον εαυτό μας ακόμα και όταν βιώνει τα πιο επώδυνα και έντονα από αυτά, μας επιτρέπει να είμαστε ειλικρινά παρόντες και στον πόνο των δικών μας ανθρώπων. Αυτή η συντροφικότητα και ο συναισθηματικός συντονισμός με τον άλλο, μπορεί να κάνει τόσο τον δικό μας όσο και τον δικό τους πόνο πιο διαχειρίσιμο.

 

 

Πόσο άνετα νιώθουμε με τα συναισθήματά μας;

Για να διαπιστώσετε πόσο εξοικειωμένοι είστε με τα δικά σας συναισθήματα και των άλλων, πάρτε ένα συναίσθημα την φορά (λ.χ. φόβος, αγάπη, θυμός, πόνος, ενοχή, θλίψη, χαρά) και ρωτήστε τον εαυτό σας. Με ποιο συναίσθημα αισθάνεστε πιο άνετα; Ποιο σας κάνει να αισθάνεστε λιγότερο άνετα; Ποιο είναι πιο εύκολο να αντιμετωπίσετε μέσα σας; Και τι συμβαίνει όταν γίνεστε αποδέκτης αυτών των συναισθημάτων ή τα βλέπετε να εκδηλώνονται στους άλλους;

 

  1. Η προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα

Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί παράγοντες που επηρεάζουν το πόσο λειτουργικά θα προσαρμοστούμε σε μια νέα πραγματικότητα μετά την απώλεια:

 

  • Οι εξωτερικοί παράγοντες. Καθορίζονται από την μορφή και την σημασία της απώλειας καθώς και από την ύπαρξη υποστηρικτικών δικτύων (όπως είναι η οικογένεια, ο σύντροφος, οι φίλοι, οι κοινοτικές δομές κτλ.). Για παράδειγμα, μία γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της, χρειάζεται κατά μέσο όρο 4-6 μήνες για να συνειδητοποιήσει την απώλεια, να εξοικειωθεί με το «άδειο» σπίτι ή με τις παραπάνω ευθύνες που μπορεί να αφορούν την ανατροφή των παιδιών (εφόσον δεν έχουν ενηλικιωθεί) και τα οικονομικά.
  • Οι εσωτερικοί παράγοντες. Καθορίζονται από το πλήγμα που έχουν δεχθεί η ταυτότητά μας, η αυτοεκτίμησή μας και γενικότερα ο τρόπος με τον οποίο αυτό-προσδιοριζόμαστε ως άτομα μετά την απώλεια. Αν επί παραδείγματι βλέπουμε τον εαυτό μας αποκλειστικά μέσα σε συγκεκριμένους ρόλους (π.χ. του ιδανικού φροντιστή, του εξαρτημένου συντρόφου, του ελεγκτικού γονέα κτλ.), η ύπαρξή μας είναι στενά συνδεδεμένη και εξαρτώμενη από τους άλλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο στόχος είναι να καταφέρουμε να αποκτήσουμε μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση εαυτού και να δούμε τον εαυτό μας ως ένα ξεχωριστό, αυτόνομο και ανεξάρτητο άτομο που επιθυμεί την σύνδεση, αλλά όχι την συγχώνευση με τους άλλους.
  • Πνευματικοί παράγοντες. Καθορίζονται από την κοσμοαντίληψή μας η οποία διαμορφώνεται μέσα από τις οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις, την εκπαίδευση, την θρησκεία και τις εμπειρίες της ζωής. Μετά από μια σημαντική απώλεια, ψάχνουμε να βρούμε εκ νέου το νόημα της ζωής και νιώθουμε ότι έχουμε χάσει την κατεύθυνσή μας και το κίνητρο για να συνεχίσουμε την ζωή μας. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου θέτει υπό αμφισβήτηση τρεις βασικές ασυνείδητες παραδοχές: α) ότι ο κόσμος είναι ένα ασφαλές μέρος, β) ότι η ζωή έχει νόημα και γ) ότι εμείς ως άτομα έχουμε αυθύπαρκτη αξία. Η πίστη μας σε αυτές τις παραδοχές κλονίζεται όταν η απώλεια είναι ξαφνική και αρκετά τραυματική (λ.χ. απώλεια ενός παιδιού).

 

Είναι καλό να έχουμε στο μυαλό μας ότι η προσπάθεια να αντλήσουμε μια εσωτερική γνώση μετά από μια απώλεια με βάση την οποία θα επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας με τον εαυτό, τον κόσμο και τους άλλους, μας βοηθά να ιεραρχήσουμε εκ νέου τις προτεραιότητες και τις αξίες μας, να αναπτύξουμε νέες δεξιότητες, να επαναξιολογήσουμε τους μαθημένους ρόλους μας και να έρθουμε ίσως πιο κοντά σε μία ζωή έτσι όπως θα θέλαμε να την ζούμε. Πολλές φορές, προκειμένου να αλλάξουμε κάτι στην ζωή μας, πρέπει δυστυχώς να βιώσουμε πρώτα μια αφυπνιστική εμπειρία η οποία, αν τη δούμε κάτω από το κατάλληλο πρίσμα, μπορεί να έχει αναμορφωτικό χαρακτήρα για εμάς.

 

 

  1. Η εύρεση μιας εσωτερικής σύνδεσης με το άτομο που έχει χαθεί στο μέσο της έναρξης μιας νέας ζωής.

Αυτή η τελευταία διαδικασία αφορά αποκλειστικά την απώλεια που βιώνουμε μετά από τον θάνατο ενός αγαπημένου μας προσώπου. Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας της ψυχανάλυσης, ο Sigmund Freud (1917/1957), θεωρούσε ότι το τελικό στάδιο διαχείρισης του πένθους ολοκληρώνεται όταν το άτομο καταφέρει να αποσύρει την συναισθηματική επένδυση από τον θανόντα και να τη διοχευτεύσει σε νέες σχέσεις, νέα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι η αναγκαστική αποσύνδεση με το άτομο που έχει χαθεί δεν είναι λειτουργική σε ψυχο-συναισθηματικό επίπεδο. Πολλοί ερευνητές του πένθους (λ.χ. Field, Gal-Oz, & Bonanno, 2003) υποστηρίζουν ότι ο στόχος είναι να διατηρηθεί ένας συνεχής, εσωτερικός και ξεχωριστός δεσμός με το αγαπημένο μας πρόσωπο, ο οποίος θα έχει την μορφή των αναμνήσεων, της θετικής επιρροής, των εμπειριών και των κοινών σημείων επαφής που είχαμε με εκείνο, χωρίς να μας αποτρέπει όμως από το να συνεχίσουμε να ζούμε ενεργητικά στο παρόν.

Σε μια πρόσφατη ποιοτική έρευνα, βρέθηκε ότι τα παιδιά που είχαν βιώσει την απώλεια ενός γονέα λόγω θανάτου και παρέμεναν συνδεδεμένα μαζί του μέσα από τις σκέψεις, την ομιλία, τις αναμνήσεις και τα όνειρα, κατάφεραν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να ρυθμίζουν την ένταση των συναισθημάτων τους κάθε φορά που έφερναν τον γονέα στο μυαλό τους ή μιλούσαν σε κάποιον άλλο για εκείνον.

Συνεπώς, αν είστε ο γονέας που έμεινε πίσω και θέλετε να βοηθήσετε το παιδί σας στη διαδικασία του πένθους, θα ήταν καλή ιδέα να το ενθαρρύνετε να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, να το ακούσετε πραγματικά και ενεργητικά και να επικυρώσετε όσα σκέφτεται και αισθάνεται. Μπορείτε με την σειρά σας, ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, να μιλήσετε για τα δικά σας συναισθήματα αν δημιουργούνται προστριβές μεταξύ σας ή αν βλέπετε ότι το παιδί σας απομακρύνεται και κλείνεται στον εαυτό του. Ο στόχος σε κάθε περίπτωση, είναι να μην προσπαθήσετε να «φτιάξετε» κάτι, αλλά να νιώσετε αυτό που προσπαθεί να πει ή εκφράζει ήδη το παιδί σας. Ωστόσο, αν δυσκολεύεστε να διαχειριστείτε εσείς το πένθος και να έρθετε σε επαφή με τα δικά σας συναισθήματα, η αναζήτηση βοήθειας από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας είναι η πιο ασφαλής και αποτελεσματική επιλογή.

 

 

Η απώλεια ως ευκαιρία για προσωπική ανάπτυξη

Δύο ερευνητές, οι Calhoun και Tedeschi από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας επινόησαν τον όρο «μετατραυματική ανάπτυξη» για να περιγράψουν τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να πετύχουμε μέσα από την αντιμετώπιση τραυματικών γεγονότων, όπως είναι η απώλεια. Είναι, με άλλα λόγια, η ικανότητα να αντλούμε ένα θετικό νόημα μέσα από μια δυσάρεστη και αρνητική εμπειρία. Μια απώλεια λοιπόν μπορεί να πυροδοτήσει θετικές αλλαγές που μπορεί να επηρεάσουν:

 

  • Τον τρόπο ζωής μας. Για παράδειγμα, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μας φέρνει αντιμέτωπους με τη δική μας θνητότητα με αποτέλεσμα να αξιολογούμε πιο συνειδητά τις επιλογές (π.χ. ενασχόληση με την σωματική άσκηση, σωστή διατροφή) που κάνουμε  στο εδώ και τώρα για να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας
  • Τις σχέσεις μας με τους άλλους. Μέσα από την απώλεια, μαθαίνουμε να είμαστε πιο συμπονετικοί και κατανοητικοί όχι μόνο απέναντι στον εαυτό μας, αλλά και απέναντι στους άλλους. Διαπιστώνουμε ότι ο ποιοτικός χρόνος που αφιερώνουμε στους δικούς μας ανθρώπους μέσα από τις συναισθηματικές εκδηλώσεις, την σωματική επαφή και την ανοιχτή και γνήσια επικοινωνία είναι αναντικατάστατος και αποτελεί βασικό παράγοντα ικανοποίησης από την ζωή.
  • Τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις ικανότητες και τις προσωπικές μας ελλείψεις. Η έλλειψη της φυσικής παρουσίας ενός ατόμου με το οποίο σχετιζόμασταν στενά και το χρειαζόμασταν για να αντιμετωπίζουμε διάφορες προκλήσεις και δυσκολίες της ζωής, μας αναγκάζει να στρέψουμε τον φακό προς τα μέσα και να ανακαλύψουμε τις δικές μας δυνάμεις, να γίνουμε πιο ανεξάρτητοι και ψυχικά ανθεκτικοί, καλλιεργώντας παράλληλα το αίσθημα της αυτο-φροντίδας.
  • Το νόημα που αποδίδουμε στην ζωή μας. Μια απώλεια μας διδάσκει ίσως με τον σκληρότερο τρόπο ότι η ζωή είναι αβέβαιη και εύθραυστη. Η ανοχή απέναντι στην αβεβαιότητα και η θαρραλέα αποδοχή της ευθραστότητάς μας, μειώνει το καθημερινό άγχος και μας επιτρέπει να βάζουμε προτεραιότητες εστιάζοντας σε ό,τι έχει πραγματική αξία για τον καθένα ξεχωριστά.

 

 

Συμπέρασμα

Η ζωή είναι αναπόσπαστα συνδεμένη με μια σειρά απωλειών που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά, ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε. Χάνουμε δικούς μας ανθρώπους, δουλειές, το μέρος όπου μεγαλώσαμε, τις πεποιθήσεις μας, την νεότητά μας, την υγεία μας, έως ότου κάποια μέρα χάσουμε την ίδια την ύπαρξή μας. Σε κάθε απώλεια που βιώνουμε, αφήνουμε πίσω μας παλαιότερες εκδοχές του εαυτού μας, αλλάζουμε και προχωράμε ακόμα και όταν φέρουμε πληγές που ξέρουμε ότι δεν θα επουλωθούν ποτέ εντελώς. Σκεπτόμενοι τις απώλειες του παρελθόντος, διαπιστώνουμε αρκετά συχνά ότι κάποιες σχέσεις, επιδιώξεις, όνειρα και στόχοι που χάθηκαν από την ζωή μας, αποτέλεσαν την καύσιμη ύλη αυτής της αλλαγής. Υπό αυτή την έννοια, η προσωπική μας εξέλιξη και ανάπτυξη προαπαιτεί, ως έναν βαθμό, τη βίωση της απώλειας. Μας αρέσει να σκεφτόμαστε την αλλαγή και την εξέλιξη ως μια αμιγώς ευχάριστη και αναίμακτη διαδικασία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Η βαθιά και ουσιαστική αλλαγή μας προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, πένθος για το κομμάτι του εαυτού που αφήνουμε πίσω και ικανοποίηση για αυτό που έχουμε δημιουργήσει. Ξεπερνώ την απώλεια δεν σημαίνει λοιπόν μόνο «προχωρώ μπροστά». Σημαίνει «συνεχίζω να ζω ξέροντας ότι κάθε φορά δημιουργώ τον εαυτό μου μέσα από το νόημα που δίνω σε ό,τι έχω χάσει».

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...