Ενοχή: Ένα παρεξηγημένο συναίσθημα

Η ενοχή είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που βιώνουμε όταν έχουμε κάνει κάτι που πιστεύουμε ότι δεν έπρεπε να είχαμε κάνει ή αντίστροφα όταν δεν κάναμε αυτό που πιστεύαμε ότι έπρεπε να κάνουμε σύμφωνα με τις αξίες ή/και την ηθική μας. Είναι ένα συναίσθημα λοιπόν που σχετίζεται με την αίσθηση του «σωστού» και του «λάθους». Οι περισσότεροι από εμάς νιώθουμε ενοχές αφού έχουμε εκδηλώσει μια επιζήμια συμπεριφορά που έχει αρνητικές συνέπειες για εμάς ή/και τους άλλους ανθρώπους με αποτέλεσμα να βιώνουμε μια θλίψη ή ακόμα και έναν θυμό προς τον εαυτό. Μερικές φορές, το συναίσθημα της ενοχής μπορεί να γίνει τόσο μεγάλο και επώδυνο που να μας προκαλεί ακόμα και σωματική δυσφορία (π.χ. πόνο στο άνω μέρος του στήθους και τον αυχένα) και έντονες σκέψεις μετάνοιας και επιθυμίας να επανορθώσουμε για αυτό που κάναμε ή δεν κάναμε. Εφόσον είμαστε σε επαφή με όλα τα συναισθήματά μας, ένα ζωτικό κομμάτι της ύπαρξής μας γνωρίζει ότι έχουμε ενεργήσει ενάντια στη συνείδησή μας οπότε η βίωση αυτής της ενοχής μάς κινητοποιεί προς μια θετική αλλαγή στην ζωή μας.

Ωστόσο, αρκετές φορές, καθώς αναδύεται ένα υγιές συναίσθημα ενοχής μέσα μας, το άγχος μας ανεβαίνει. Για να αντέξουμε αυτό το άγχος, χρησιμοποιούμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, διάφορους τρόπους που μπλοκάρουν τις ενοχές μας. Για παράδειγμα, αρνούμαστε αυτό που έχουμε κάνει (π.χ. «δεν εννοούσα τίποτα με αυτό που είπα»), το εκλογικεύουμε (π.χ. «σου μίλησα έτσι επειδή μου φέρθηκες άσχημα») ή/και ελαχιστοποιούμε την σημασία του (π.χ. «σε πλήγωσε αυτό που είπα γιατί είσαι πολύ ευαίσθητη»). Προσπαθώντας όμως ασυνείδητα να αποφύγουμε τις υγιείς ενοχές, δεν στερούμε από τον εαυτό μας μόνο τη δυνατότητα να αποκαταστήσει την ρήξη στον δεσμό που αναπτύσσουμε με τους άλλους, αλλά, σε βάθος χρόνου, μπορεί να νιώθουμε ολοένα και πιο άσχημα με τον εαυτό μας, να εμφανίζουμε ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα, να βυθιζόμαστε σε μια αίσθηση μοναξιάς και να υιοθετούμε μια αυτο-τιμωρητική στάση.

Γιατί όμως νιώθουμε γενικά ενοχές; Πως δημιουργούνται οι τιμωρητικές ενοχές και τι επιπτώσεις έχουν στην ψυχική μας υγεία; Πως διαφοροποιούνται οι συνειδητές, υγιείς ενοχές από τις μη υγιείς, ασυνείδητες, τιμωρητικές ενοχές; Τι μπορούμε να κάνουμε για να είμαστε πιο λειτουργικοί όταν βιώνουμε συνειδητά υγιείς ενοχές και τέλος πως μπορεί η ψυχοθεραπεία να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις τιμωρητικές ενοχές που εμποδίζουν την αυτό-φροντίδα και την πρόσβασή μας σε μια πιο ελεύθερη και χαρούμενη ζωή;

 

Γιατί νιώθουμε γενικά ενοχές;

Σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεωρία, από την στιγμή της γέννησής μας και έπειτα, δημιουργούμε και εξελίσσουμε, κάτω από την επιρροή του οικογενειακού και του κοινωνικού-πολιτισμικού περιβάλλοντος, μια πλευρά του ψυχικού μας κόσμου που ονομάζεται Υπερεγώ. Πιο απλά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το υπερεγώ είναι σαν ένας εσωτερικός κριτής ή δικαστής μέσα μας, η λειτουργία του οποίου είναι να μας βοηθά να ελέγχουμε τις επιθετικές-ερωτικές ενορμήσεις και κάποια αρνητικά συναισθήματα (π.χ. θυμός, οργή, μίσος) μας για να μπορούμε να συνυπάρχουμε αρμονικά μέσα στην κοινωνία.

Με άλλα λόγια, ο σκοπός αυτού του εσωτερικού κριτή ή δικαστή είναι να μας ενημερώνει όταν έχουμε κάνει κάτι λάθος στέλνοντας ένα μήνυμα με την μορφή των ενοχών. Έτσι, μας ωθεί να αναπτύξουμε έναν προσωπικό κώδικα ηθικών αξιών και όταν χρειάζεται, να αναπροσαρμόζουμε την συμπεριφορά μας, ώστε να παραμένει ευθυγραμμισμένη με αυτόν. Ακόμα, φαίνεται να μας προτρέπει να επανεξετάζουμε τη συμπεριφορά μας, ώστε να μην καταλήγουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Αν και αυτόν τον εσωτερικό κριτή-δικαστή τον έχουμε όλοι μέσα μας, υπάρχουν δικαστές και δικαστές. Άλλοι είναι ιδιαίτερα επιεικείς και ανθρώπινοι, άλλοι είναι αδέκαστοι και άλλοι ιδιαίτερα τιμωρητικοί ή αιμοσταγείς επιβάλλοντας σκληρές ποινές ακόμα και για τα πιο ασήμαντα λάθη.

 

 

Πως δημιουργείται ένας τιμωρητικός δικαστής;

Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, ένα παιδί νιώθει μικτά συναισθήματα απέναντι στα άτομα που το φροντίζουν. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν το παιδί εισπράττει μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά από τον φροντιστή (λ.χ. όταν εκείνος το μαλώνει ή το επικρίνει), θυμώνει μαζί του. Επειδή αυτός ο θυμός όμως κατευθύνεται προς ένα αγαπημένο πρόσωπο συνοδεύεται από ασυνείδητες ενοχές. Ένας τρόπος για να αντιμετωπίσει το παιδί αυτές τις ενοχές είναι το παιχνίδι. Μέσα από το παιχνίδι, το παιδί μπορεί να «σκοτώνει» τους ενήλικες… και στη συνέχεια να τους επαναφέρει στη ζωή με μαγικό τρόπο! Έτσι, το παιδί εκφράζει με υγιή τρόπο την οργή του και αναιρεί τον… θάνατο, άρα δεν έχει κάνει τίποτα για να νιώθει ένοχο.

Κάποια παιδιά όμως υφίστανται τόσο σοβαρά ψυχικά τραύματα στον δεσμό με τον γονέα (π.χ. κακοποίηση, παραμέληση, αποχωρισμός, απώλεια), που η οργή και τα υπόλοιπα συναισθήματα (ενοχή, πόνος, λύπη) που προκύπτουν είναι πολύ επώδυνα και περίπλοκα για να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από το παιχνίδι. Αντίθετα, αυτά τα παιδιά αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν ασυνείδητα διάφορους τρόπους (που στην ψυχοθεραπευτική γλώσσα ονομάζονται άμυνες) για να αποκρούσουν αυτά τα συναισθήματα.

Νιώθουν λοιπόν οργή για τα αγαπημένα τους πρόσωπα που τους έχουν πληγώσει και ταυτόχρονα νιώθουν ενοχές για τις οργισμένες παρορμήσεις που έχουν. Για να προστατέψουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα όμως, διώχνουν την οργή τους από την συνείδηση και την στρέφουν προς τον εαυτό τους ή την αποδίδουν στον γονέα και έτσι εκείνα αισθάνονται μόνο φόβο απέναντί του. Αυτό συμβαίνει γιατί το παιδί με τον ανώριμο νου του πιστεύει ότι αν αυτή η οργή εμφανιστεί και εκδηλωθεί προς τον γονέα, θα μπορούσε να βλάψει μια σχέση που χρειάζεται για την επιβίωσή του. Δυστυχώς, λόγω αυτής της ανωριμότητας του μυαλού του, το παιδί συχνά νιώθει ότι η επιθυμία του να κάνει κακό στον γονέα είναι ίδια με την αντίστοιχη πράξη. Έτσι, συνεχίζει ασυνείδητα να νιώθει ενοχές για παρορμήσεις που δεν έγιναν ποτέ πράξη και να τιμωρεί και να πληγώνει τον εαυτό του για αυτό.

 

 

Όταν λοιπόν τα συναισθήματα του θυμού και της οργής από την παιδική μας ηλικία είναι ιδιαίτερα έντονα έως δολοφονικά, το υπερεγώ για να τα ελέγξει, παίρνει τα χαρακτηριστικά του ιδιαίτερα ελεγκτικού και τιμωρητικού δικαστή. Στην ενήλικη ζωή, αυτό έχει σαν συνέπεια το άτομο να έχει έναν μάλλον συρρικνωμένο ψυχικό κόσμο και να οδηγείται σε μια καταθλιπτική και αυτό-τιμωρητική στάση απέναντι στη ζωή. Πρακτικά, αυτός ο τιμωρητικός δικαστής-κριτής αντιστρατεύεται όποιες προσπάθειες κάνουμε (συμπεριλαμβανομένης και της ψυχοθεραπείας) για μια αλλαγή σε μια πιο ανθρώπινη και ελεύθερη ζωή.

 

Πως καταλαβαίνουμε αν νιώθουμε υγιείς ή τιμωρητικές ενοχές;

Σε πολλές περιπτώσεις, βιώνουμε τιμωρητικές ενοχές επειδή προσπαθούμε ασυνείδητα να αποφύγουμε την πραγματική, υγιή ενοχή και άλλα συναισθήματα που σχετίζονται με την ανάληψη ευθύνης για αυτό που έχουμε πράξει ακόμα και στην… φαντασία μας. Ενώ οι υγιείς ενοχές αφορούν μια συγκεκριμένη πράξη (π.χ. μιλήσαμε άσχημα σε κάποιον και τον πληγώσαμε), οι τιμωρητικές ενοχές συχνά μετατοπίζονται σε κάτι ασήμαντο. Για παράδειγμα, αισθανόμαστε υπερβολικά άσχημα και επικρίνουμε τον εαυτό μας επειδή έχουμε διακόψει κάποιον ενώ μιλούσε, αλλά αγνοούμε ότι υπάρχει οργή μέσα μας γι’ αυτό το άτομο επειδή μπορεί να μας κακομεταχειρίζεται στη σχέση που έχουμε μαζί του. Εκτοπίζουμε λοιπόν την πραγματική ενοχή για την οργή εκτός συνείδησης και τιμωρούμε τον εαυτό μας με αυτοκριτική για το «μικρότερο έγκλημα» που έχουμε κάνει.

Ενώ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι υγιείς ενοχές βιώνονται σωματικά με πόνο στο άνω μέρος του στήθους και τον αυχένα μαζί με έντονες σκέψεις μετάνοιας και επιθυμία για μια επανορθωτική πράξη, οι τιμωρητικές ενοχές κρατούν το νευρικό μας σύστημα σε μια διαρκή κατάσταση φόβου/άγχους για μεγάλο χρονικό διάστημα ενισχύοντας την τάση να κάνουμε επίθεση στον εαυτό. Ανάλογα με την ψυχολογική μας οργάνωση, οι άμυνες που επιστρατεύουμε απέναντι σε αυτό το άγχος όταν γίνεται πολύ πιεστικό μας οδηγούν συχνά σε μια καταθλιπτική κατάσταση η οποία εκδηλώνεται με έλλειψη μυϊκής έντασης, πεσμένη ενέργεια/κόπωση, χαμηλό κίνητρο, στεναχώρια, ατονία και ανημπόρια.

Συνεπώς, οι υγιείς ενοχές έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια, αφορούν ένα συγκεκριμένο γεγονός και συνήθως λύνονται μέσω της επανόρθωσης και της συμπόνιας για τον εαυτό και τους άλλους. Αντίθετα, οι τιμωρητικές ενοχές είναι ανεξάντλητες, δεν περιορίζονται μόνο σε ένα συμβάν και αυξάνονται σημαντικά σε ένταση καθώς το άτομο βρίσκει ολοένα και περισσότερες αφορμές (είτε από την πραγματικότητα είτε από την φαντασία) για να βασανίσει τον εαυτό του με νέα «εγκλήματα».

 

Τι μπορούμε να κάνουμε όταν νιώθουμε υγιείς ενοχές;

Για να αξιοποιήσουμε τις υγιείς ενοχές όσον το δυνατόν περισσότερο, είναι σημαντικό να:

 

  • Προχωρήσουμε σε μια επανορθωτική πράξη και αλλαγή: Η υγιής ενοχή μπορεί να μας βοηθήσει να αναπτυχθούμε και να ωριμάσουμε όταν η συμπεριφορά μας δεν συμβαδίζει με τις αξίες μας ή όταν καταπατά τα όρια, τις ανάγκες ή/και τις αξίες των άλλων. Αν νιώθουμε ένοχοι επειδή είπαμε κάτι προσβλητικό σε ένα άλλο άτομο ή επειδή επικεντρωνόμαστε στην καριέρα μας δουλεύοντας 60 ώρες την εβδομάδα αντί να περνάμε χρόνο με την οικογένειά μας, είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι για να αλλάξουμε κάτι στην συμπεριφορά μας διαφορετικά κινδυνεύουμε να βλάψουμε ή να χάσουμε σημαντικές σχέσεις της ζωής μας. Μπορούμε πάντα να επιλέξουμε να αγνοήσουμε την ενοχή μας, αλλά πλέον το κάνουμε με δική μας ευθύνη, όντας έτοιμοι να αναλάβουμε κάθε πιθανό κόστος.

 

  • Αποδεχτούμε ότι κάναμε ένα λάθος, αλλά να προχωρήσουμε παρακάτω: Όταν μετανιώνουμε για κάτι που κάναμε ή δεν κάναμε και συνεχίζουμε διαρκώς να τα βάζουμε με τον εαυτό μας γι’ αυτό, είναι σαν να τα βάζουμε με το παρελθόν και να προσπαθούμε να το αλλάξουμε. Το να εστιάζουμε σε όσα θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει παραπάνω στο παρελθόν και όχι στο τι μπορούμε να κάνουμε τώρα για να επανορθώσουμε εφόσον υπάρχει η δυνατότητα, παρατείνει τα αρνητικά συναισθήματα, μας απομακρύνει από τους άλλους και δεν μας επιτρέπει να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας.

 

  • Μάθουμε από τα λάθη μας ώστε να μην τα επαναλάβουμε στο μέλλον: Ο σκοπός της υγιούς ενοχής δεν είναι να μας κάνει να νιώθουμε άσχημα με τον εαυτό μας, αλλά να μας διδάξει κάτι… για τον εαυτό μας. Η υγιής ενοχή προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μας ώστε να μάθουμε κάτι από την εμπειρία και την συμπεριφορά που μας δυσαρεστεί. Αν είμαστε πραγματικά ανοιχτοί σε αυτή την εμπειρία και σταθούμε με θάρρος και ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό και τους άλλους, δεν θα είναι λιγότερο πιθανό μόνο να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος στο μέλλον, αλλά και να εξαντλούμε την αυστηρότητά μας τόσο στους άλλους, όσο και στον ίδιο μας τον εαυτό.

 

  • Καταλάβουμε ότι η τελειότητα δεν υπάρχει σε κανέναν: Κάθε προσπάθεια για την επίτευξη της τελειότητας σε οποιαδήποτε μορφή της είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Όλοι κάνουμε λάθη και πολλοί από εμάς ακολουθούμε ένα μονοπάτι στη ζωή μας που μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ενοχές αργότερα, είτε γιατί προκαλέσαμε πόνο στους άλλους, είτε γιατί ήταν ασύμβατο με τις πραγματικές μας επιθυμίες. Το κλειδί δεν είναι μόνο να συνειδητοποιήσουμε ότι πήραμε τον λάθος δρόμο, αλλά και να αποδεχτούμε την ανθρώπινη, γεμάτη ατέλειες πλευρά μας μετά από μια τέτοια επιλογή.

 

Πως ξεπερνάμε τις τιμωρητικές ενοχές;

Για να καταπολεμηθούν οι τιμωρητικές ενοχές και να σταματήσει το άτομο να σαμποτάρει τον εαυτό του, θα πρέπει να βιώσει όλα τα απωθημένα συναισθήματα από την παιδική του ηλικία. Ο πιο ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο είναι η ψυχοθεραπεία. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, ο θεραπευτής θα πιέσει τον θεραπευόμενο προς την κατεύθυνση αυτή, ξεκινώντας από τις σχέσεις του σήμερα ή/και την θεραπευτική σχέση.

Καθώς η ανάδυση των συναισθημάτων από το ασυνείδητο είναι μια σχετικά επώδυνη διεργασία και καθώς ο τιμωρητικός δικαστής του ατόμου αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια για καλυτέρευση της ζωής του, ο θεραπευόμενος θα αρχίσει να φέρνει εμπόδια στην πίεση του θεραπευτή για τη βίωση των συναισθημάτων του.

Έτσι, μια σημαντική δουλειά του θεραπευτή είναι να δείξει στον θεραπευόμενο τα εμπόδια που βάζει και το πόσο καταστροφικά είναι αυτά για τη θεραπεία του, αλλά και για την ίδια του τη ζωή και στη συνέχεια να του ζητήσει ν’ αφήσει στην άκρη αυτά τα εμπόδια. Αυτή η προσπάθεια του θεραπευτή, ειδικά στις πρώτες συνεδρίες, είναι μια αρκετά δύσκολη και κουραστική διαδικασία, αλλά αν ο θεραπευτής μείνει σταθερός στην πίεση για εγκατάλειψη των εμποδίων και τη βίωση των συναισθημάτων από την πλευρά του θεραπευόμενου, στο τέλος και οι δύο θα ανταμειφθούν με μια πολύ όμορφη και ανθρώπινη συνεργατική σχέση που θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση του τιμωρητικού δικαστή και τελικά στην λύση των προβλημάτων του θεραπευόμενου.

 

 

Συμπέρασμα

Οι ενοχές είναι ένα φυσιολογικό και πανανθρώπινο συναίσθημα το οποίο όταν βιώνεται συνειδητά μπορεί να μας κινητοποιήσει προς την κατεύθυνση μιας θετικής αλλαγής, είτε αφορά τον εαυτό μας, είτε τις σχέσεις μας με τους άλλους. Τα χρόνια αισθήματα αναξιότητας και ανεπάρκειας, η υποτιμημένη εικόνα του εαυτού και οι αυτό-αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές (λ.χ. χρήση ουσιών) είναι αποτέλεσμα της δράσης μιας κακοήθους δύναμης του ψυχικού μας κόσμου η οποία έχει ως σκοπό να ελέγχει και να μας τιμωρεί για κάποια απαγορευμένα ή μη επιτρεπτά συναισθήματα που είναι εγκλωβισμένα μέσα μας από την παιδική ηλικία.

Αυτός ο τιμωρητικός δικαστής-κριτής παρατηρείται κυρίως σε άτομα με ιστορικό κακοποίησης, παραμέλησης ή επαναλαμβανόμενων απωλειών. Παρόλο που στην ενήλικη ζωή το άτομο αποφεύγει την βίωση των ασυνείδητων συναισθημάτων και παρορμήσεων, ο δικαστής αυτός συνεχίζει να το τιμωρεί για αυτές τις παρορμήσεις σαν να τις έχει κάνει πράξη. Βλάπτει λοιπόν τον εαυτό του για να αποφύγει την βίωση της επώδυνης ενοχής για την επιθυμία να βλάψει τους άλλους. Συνεπώς, καθώς τα χρόνια περνούν, το άτομο βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σε έναν φαύλο κύκλο αυτο-καταστροφής με αποτέλεσμα να έχει τραυματισμένες σχέσεις, μειωμένη επίγνωση του εαυτού του, περιορισμένη απόλαυση της ζωής και χαμηλή παραγωγικότητα.

Μέσα από την ψυχοθεραπεία και κάτω από τις συντονισμένες προσπάθειες τόσο του θεραπευτή όσο και της υγιούς πλευράς του θεραπευόμενου καθίσταται δυνατή η βίωση όλων των καταπιεσμένων συναισθημάτων, με έμφαση κυρίως στη συνειδητή βίωση της υγιούς ενοχής. Η συνειδητή βίωση της ενοχής είναι αυτή που ενσωματώνει όλα τα μικτά συναισθήματα στην ψυχική συσκευή του θεραπευόμενου, αυξάνει την ανοχή απέναντι στο άγχος, μειώνει την ανάγκη για αυτό-τιμωρία και ενισχύει την συμπόνια απέναντι στον εαυτό.  Όπως είπε ο Jon Frederickson: «εξ’ ορισμού, η ζωή μας περιλαμβάνει τα πάντα: τη θλίψη μας, την οργή μας, τις ενοχές μας και τις ψευδαισθήσεις μας. Τα βάσανά μας δείχνουν προς τις αλήθειες που φοβόμαστε να αγκαλιάσουμε μέσα μας».

 

 

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή μέρους ή ολόκληρου του άρθρου χωρίς προηγούμενη άδεια του αρθρογράφου.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...