Στο 1ο μέρος του άρθρου, είδαμε ότι δημιουργούνται προβλήματα στις σχέσεις μας με τους άλλους (και με τον εαυτό μας), όχι επειδή νιώθουμε ντροπή, αλλά εξαιτίας των δυσλειτουργικών τρόπων διαχείρισής της. Η αποφυγή, η παράδοση και η υπεραναπλήρωση, διαιωνίζουν το σύμπλεγμα της ντροπής-ελαττωματικότητας, παρά το επιλύουν. Κάθε φορά που θάβουμε ένα συναίσθημα, είτε προσπαθώντας να το κρύψουμε από τους εαυτούς  μας και από τους άλλους, είτε συμπεριφερόμενοι σαν να ήταν αλήθεια το αντίθετό του, ενισχύουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε την επίδραση που ασκεί μέσα μας. Συνεπώς, τα καταπιεσμένα συναισθήματα δεν εξαφανίζονται, ούτε εξατμίζονται, αλλά τις περισσότερες φορές εκδηλώνονται στο σώμα με δυσάρεστο τρόπο.

Όταν το συναίσθημα της ντροπής δεν μας ακολουθεί από την παιδική ηλικία, αλλά ανησυχούμε αρκετά για το πως πρόκειται να φανούμε εμείς ή οι πράξεις μας στους άλλους, το να εκθέσουμε τα ελαττώματά μας και να μιλήσουμε γι’ αυτά είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να σταματήσουμε να είμαστε όμηροι αυτού του συναισθήματος. Αν νιώθουμε ντροπή για κάτι που δεν θα έπρεπε – για τα συναισθήματά μας, τις σκέψεις μας, τις φαντασιώσεις μας, ή τα εξωτερικά μας γνωρίσματα – το να τα μοιραστούμε με τους άλλους μάς βοηθά να διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιδρούν έτσι όπως περιμένουμε. Είμαστε εκ των πραγμάτων πολύ κοντά στα ελαττώματά μας για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε αντικειμενικά το πραγματικό τους μέγεθος, οπότε η οπτική γωνία ενός ατόμου που εμπιστευόμαστε και μας γνωρίζει καλά, μας βοηθά αρκετά συχνά να πάρουμε την ιδανική απόσταση και να καταλάβουμε ότι οι άλλοι δεν έχουν την ίδια αρνητική εικόνα για τα εσωτερικά ή εξωτερικά μας γνωρίσματα, καθώς και ότι ο κόσμος δεν γυρίζει γύρω από εμάς.

Στις περιπτώσεις που έχουμε κάνει μια πράξη που δικαιολογεί το συναίσθημα της ντροπής, η αυτο-αποκάλυψη στον άμεσα ενδιαφερόμενο άνθρωπο ανοίγει τον δρόμο για την συγχώρεση, όχι μόνο από τον άλλο προς τα εμάς, αλλά και από εμάς προς τον εαυτό μας. Η συγχώρεση είναι μια σημαντική δεξιότητα που αναπτύσσουμε καθώς μεγαλώνουμε η οποία μας επιτρέπει να ζούμε με τα λάθη και τις αδυναμίες μας με τρόπο που βελτιώνει τις μελλοντικές μας ενέργειες, αντί να τις εμποδίζει. Πως όμως μπορούμε να γίνουμε πιο «αυτο-αποκαλυπτικοί» και πως είναι δυνατόν να συγχωρήσουμε τους εαυτούς μας για «ντροπιαστική» πράξη του παρελθόντος ή του παρόντος;

 

 

  1. Διαχώρισε αυτό που είσαι από αυτό που έχεις κάνει.

Τα λάθη μας, εκτός από το γεγονός ότι είναι αναπόφευκτα, έχουν σημαντική αξία. Μπορούμε να μάθουμε από αυτά ανεξάρτητα από το πόσο τρομερά είναι και να τα χρησιμοποιήσουμε για να βελτιώσουμε την συμπεριφορά μας στο μέλλον. Το πρώτο βήμα για να πετύχουμε κάτι τέτοιο είναι να επικεντρωθούμε στο πως μιλάμε στον εαυτό μας – η αυτο-ομιλία μπορεί να έχει πολύ ισχυρό θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχο-συναισθηματική μας ζωή. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην φράση «είμαι αποτυχημένος/η επειδή κάνω κάποια λάθη» και στην φράση «κάνω κάποια λάθη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαι καλός/η στη δουλειά μου».

 

  1. Κατανόησε με ενσυναίσθηση τα πραγματικά κίνητρα μιας πράξης.

Αφού διαχωρίσουμε μια πράξη για την οποία δεν είμαστε περήφανοι από αυτό που είμαστε καθ’ ολοκληρίαν, είναι σημαντικό να εστιαστούμε στους πραγματικούς λόγους για τους οποίους προβήκαμε σε αυτή. Για παράδειγμα, δεν αναβάλλαμε μια αρμοδιότητα που μας ανέθεσε ο εργοδότης μας, εκθέτοντας κάποιους συναδέλφους, επειδή είμαστε «τεμπέληδες» ή «αδιάφοροι». Αντ’ αυτού, μπορεί να ήταν μια παθητικο-επιθετική έκφραση του θυμού μας για το γεγονός ότι οι άλλοι συνάδελφοι ή ο εργοδότης δεν μας εκτιμούν ή δεν μας σέβονται όσο θα θέλαμε. Καταλαβαίνοντας τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεων μας, μπορούμε να αποφασίσουμε πιο συνειδητά και υπεύθυνα αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι που δεν μας εξυπηρετεί στην συμπεριφορά μας και προκαλεί προβλήματα στις σχέσεις μας με τους άλλους.

Μόλις καταφέρουμε λοιπόν την επιθυμητή αλλαγή, είναι σχεδόν αδύνατο να μετανιώσουμε για ό,τι μας οδήγησε σε αυτή. Σε αυτή την προσπάθεια φυσικά, θα μας βοηθούσε πολύ αν βλέπαμε τον εαυτό μας έτσι όπως θα θέλαμε να μας δει ένας στενός και έμπιστος φίλος, ακόμα και αν κάποια στιγμή δεν του φερθήκαμε όπως θα θέλαμε. Καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας λοιπόν ότι: όσο λιγότερο γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο τείνουμε να τον καταδικάζουμε. Όσα περισσότερο κατανοούμε όμως πραγματικά το ποιοι είμαστε, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμπόνια μας για εμάς και τους άλλους.

 

  1. Ενδυνάμωσε τις σχέσεις σου με τους άλλους μέσα από το ειλικρινές και γνήσιο μοίρασμα.

Κόντρα σε ό,τι μας λέει το ένστικτό μας, μιλώντας στους δικούς μας ανθρώπους για μια ντροπιαστική σκέψη/πράξη/στιγμή της ζωής μας, αισθανόμαστε πιο οικεία, γινόμαστε πιο αυθεντικοί και παράλληλα αμβλύνουμε το αίσθημα της μοναξιάς μας. Κάθε φορά, μετά το τέλος μιας πρώτης συνεδρίας, ρωτάω τους θεραπευόμενούς μου για τους οποίους μέχρι τότε ήμουν απλώς ένας ξένος άνθρωπος, πώς αισθάνονται μετά το τέλος της κουβέντας μας. Η πιο συχνή απάντηση που παίρνω είναι ότι νιώθουν ανακουφισμένοι που κάποιος απλά τους άκουσε και τους κατάλαβε χωρίς να τους κρίνει. Μιλώντας λοιπόν τουλάχιστον σε ένα έμπιστο και μη επικριτικό άτομο για όσα πιστεύουμε ότι πρέπει να κρύψουμε πάση θυσία από τους άλλους, παίρνουμε, κατά παράδοξο τρόπο, την ανακούφιση, την κατανόηση και την αποδοχή που τόσο έχουμε ανάγκη.

 

 

  1. Επίλεξε την ντροπή σου, επίλεξε τις αξίες σου.

Σε επίπεδο ατομικών αξιών, ο λόγος για τον οποίο ντρεπόμαστε αντικατοπτρίζει αρκετά όσα θεωρούμε ότι έχουν αναμφισβήτητη σημασία στην ζωή. Αν νιώθουμε άσχημα επειδή δεν μπορέσαμε να ανταποκριθούμε στην βοήθεια ενός φίλου όταν αυτός μας χρειάστηκε, τότε η στιγμιαία ντροπή μας κινητοποιεί ώστε να κάνουμε μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση με τον φίλο μας, να του ζητήσουμε συγγνώμη και να υποσχεθούμε ότι θα επανορθώσουμε στο μέλλον. Από αυτό που νιώσαμε λοιπόν, φαίνεται ότι η έννοια της φιλίας βρίσκεται ψηλά στην κλίμακα του αξιακού μας συστήματος.

Από την άλλη μεριά, αν νιώθουμε ντροπή επειδή δεν φοράμε το ίδιο ακριβά ρούχα με τους φίλους μας, τότε αυτό που αισθανόμαστε μας δείχνει ότι νοιαζόμαστε περισσότερο για την έγκριση και την γνώμη που έχουν οι άλλοι για εμάς παρά για τις προσωπικές προτιμήσεις ή τα θετικά στοιχεία του χαρακτήρα μας. Βάζοντας λοιπόν την αξία για έγκριση και αποδοχή από τους άλλους πιο ψηλά από τον αυτο-σεβασμό και την μοναδικότητα της προσωπικότητάς μας, επιτρέπουμε στο συναίσθημα της ντροπής να μολύνει τις σχέσεις μας και να μπλοκάρει την οικειότητα που θέλουμε να νιώσουμε με τους άλλους με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε όλο και πιο μόνοι. Ας μην ξεχνάμε ότι τα συναισθήματα δεν είναι τα προβλήματά μας, αλλά μια «κερκόπορτα» για την λύση τους.

 

Η αντιμετώπιση της χρόνιας ντροπής μέσα στην θεραπεία.

Αν υπάρχουν χρόνια αισθήματα ντροπής/ελαττωματικότητας τα οποία συνδέονται με τραυματικές εμπειρίες από την παιδική ηλικία, η ψυχοθεραπεία είναι ο πιο ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος ώστε να μπορέσει το άτομο να αυξήσει την αίσθηση του αυτο-σεβασμού, να νιώθει λιγότερο ευάλωτο και να μπορεί να συνάψει ισότιμες και αμοιβαία ικανοποιητικές σχέσεις. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν την χρόνια ντροπή που υπάρχει στον πυρήνα της προσωπικότητάς τους και είτε αποφεύγουν, είτε υπεραναπληρώνουν τον πόνο που προκαλεί αντί να τον νιώθουν. Συχνά, οι άνθρωποι αυτοί υποτιμούν ή ανταγωνίζονται τον θεραπευτή και δεν συστρατεύονται εύκολα μαζί του. Μπορεί ακόμα να αποκρύπτουν πληροφορίες για τον εαυτό τους επειδή ντρέπονται. Συνήθως, περνά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να θελήσουν να μοιραστούν τις αναμνήσεις, τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα με τον θεραπευτή τους. Αν και η αλλαγή είναι δύσκολη υπόθεση και εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το πόσο πρώιμη και έντονη ήταν η επίκριση και η απόρριψη από το οικογενειακό περιβάλλον, υπάρχουν πολλές αποτελεσματικές στρατηγικές οι οποίες εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

 

Γνωστικές Στρατηγικές

Σε πρώτη φάση, οι γνωστικές στρατηγικές στοχεύουν να μεταβάλλουν την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, για το πόσο ανάξιοι, ελαττωματικοί, ανεπαρκείς ή «λίγοι» πιστεύουμε ότι είμαστε. Ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει αρχικά τον/ην θεραπευόμενο/η να εξετάσει τα υπέρ και τα κατά του τρόπου με τον οποίο βλέπει τον εαυτό του και να τον ωθήσει να πραγματοποιήσει εσωτερικούς διαλόγους ανάμεσα στην υποτιμημένη πλευρά και την υγιή (η οποία ενισχύεται και με την παρέμβαση του θεραπευτή). Σταδιακά, το άτομο μαθαίνει να τονίζει τα προτερήματά του και να μειώνει την σημασία που αποδίδει στα ελαττώματά του. Γίνεται σαφές μέσα από αυτές τις γνωστικές ασκήσεις ότι τα ελαττώματα δεν είναι έμφυτες συμπεριφορές, αλλά μαθημένα αυτο-παγιδευτικά μοτίβα σκέψης και δράσης που μας συνοδεύουν από την παιδική ηλικία. Μέσα από την αναγωγή σε αυτόν τον μαθημένο τρόπο ζωής,  ο θεραπευόμενος αρχίζει να αποδίδει τα συναισθήματα της ελαττωματικότητας και της ντροπής που έχει στην επικριτικότητα των πρώτων σημαντικών ανθρώπων της ζωής του.

 

Συμπεριφορικές Στρατηγικές

Η πιο σημαντική συμπεριφορική στρατηγική που μπορεί να εφαρμοστεί στη διάρκεια της θεραπείας, είναι η έκθεση, ιδίως για τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν την αποφυγή ως δυσλειτουργικό τρόπο διαχείρισης της χρόνιας ντροπής τους. Πριν εφαρμοστεί η έκθεση όμως, είναι απαραίτητο να εξοπλιστεί ο θεραπευόμενος με κάποια χρήσιμα εργαλεία τα οποία θα διευκολύνουν τη διαδικασία. Ένα από αυτά, είναι η εκμάθηση τεχνικών ενσυνειδητότητας. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της έκθεσης σε μια φοβική συνθήκη, όπως είναι η ομιλία σε ένα μεγάλο ακροατήριο, το άτομο παροτρύνεται να στρέψει την προσοχή του από όσα συμβαίνουν μέσα του, σε όσα διαδραματίζονται έξω από αυτό.

Αντί να παρατηρεί πόσο δυνατά χτυπάει η καρδιά του ή πόσο «άδειο» είναι το κεφάλι του από τις σημαντικές πληροφορίες τις οποίες θέλει να μοιραστεί με το κοινό του, μπορεί να σκανάρει τον χώρο, να μετρήσει τα άτομα που κάθονται μπροστά του ή να δει πραγματικά ποιος γνωστός του προθυμοποιήθηκε να παραστεί στην ομιλία του. Η λογική αυτής της άσκησης έγκειται στην προσπάθεια να αντλήσουμε όσα πιο πολλά δεδομένα μπορούμε για όσα υπάρχουν γύρω μας από τις πέντε αισθήσεις μας με σκοπό να συμμετέχουμε πιο ενεργά σε όσα συμβαίνουν στο παρόν για να μην εγκλωβιζόμαστε στον δικό μας εσωτερικό μικρόκοσμο. Είναι μια άσκηση που απαιτεί εξοικείωση μέσα από την επανάληψη, αλλά μπορούμε όλοι να την εφαρμόζουμε καθημερινά ακόμα και στις διαδρομές μας, την ώρα που τρώμε ή κάνουμε μπάνιο, χωρίς να δαπανούμε χρόνο.

Στη έκθεση, συμπεριλαμβάνεται η ώθηση για αναζήτηση στενής ανθρώπινης επαφής – όσο αποφεύγεται κάτι τέτοιο, το σύμπλεγμα της ντροπής-ελαττωματικότητας παραμένει ακέραιο. Ο θεραπευόμενος ενθαρρύνεται από τον θεραπευτή να συνάψει διαπροσωπικές σχέσεις με σκοπό να εμπλουτίσει την ζωή του, ενώ παράλληλα εξασκείται στην επιλογή συντρόφων που δεν είναι επικριτικοί, κακοποιητικοί ή απορριπτικοί μαζί του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το άτομο μαθαίνει να οριοθετεί τον εαυτό του και τους άλλους, να υπερασπίζεται και να διεκδικεί τις ανάγκες του, να διακρίνει την έγκυρη από την άκυρη επίκριση και να ανταποκρίνεται με μια αρμόζουσα και αυτο-ελεγχόμενη αντίδραση ανάλογα με την περίσταση. Είναι σημαντικό, καθ’ όλη την διάρκεια αυτής της προσπάθειας, να προχωρά σταδιακά το άτομο σε μια ολοένα και μεγαλύτερη αυτο-αποκάλυψη με τα στενά και έμπιστα πρόσωπα της ζωής του. Όσο συνεχίζουμε να μοιράζουμε τον εαυτό μας και να είμαστε δεκτικοί απέναντι στους άλλους, τόσο περισσότερο καταφέρνουμε να επουλώσουμε τα χρόνια αισθήματα της ντροπής-ελαττωματικότητας.

 

Βιωματικές Στρατηγικές

Οι φανταστικοί διάλογοι με τους ανθρώπους που προκάλεσαν τη δημιουργία του συμπλέγματος της ντροπής-ελαττωματικότητας στη παιδική ηλικία ή το ενίσχυσαν στην τωρινή ζωή, είναι μια από τις πρωτεύουσες βιωματικές στρατηγικές αλλαγής. Για παράδειγμα, ο θεραπευτής ζητά από τον θεραπευόμενο να κλείσει τα μάτια και να φανταστεί τον εαυτό του με τον γονέα σε μια δυσάρεστη παρελθοντική κατάσταση. Έπειτα, εστιαζόμαστε στο να εκφραστούν έντονα συναισθήματα προς τον γονέα, ιδιαίτερα ο θυμός, βοηθώντας τον θεραπευόμενο να αναγνωρίσει τις ανάγκες που δεν καλύφθηκαν σε εκείνη την τρυφερή περίοδο της ζωής του.

Ο σκοπός της άσκησης δεν είναι μόνο η εκτόνωση του θυμού (αν και έχει κάποια θεραπευτική αξία), αλλά η βίωση των συναισθημάτων που υπάρχουν πίσω από αυτόν, όπως είναι οι ενοχές, η θλίψη και ο πόνος ώστε έπειτα να βιωθεί και η αγάπη. Επίσης, στην θεραπεία δίνουμε έμφαση στον θυμό γιατί προσφέρει συναισθηματική ενίσχυση στο άτομο και το βοηθά να υποστηρίξει, έστω και ετεροχρονισμένα, τα δικαιώματά του για στοργή, κατανόηση και προστασία απέναντι στον επικριτικό και απορριπτικό γονέα. Σε αυτό το στάδιο της θεραπείας, υπάρχει μεγάλη αντίσταση, είτε επειδή οι θεραπευόμενοι είναι πεπεισμένοι ότι έχουν ήδη επιλύσει τον θυμό τους, είτε επειδή θεωρούν ότι τον έχουν ξεπεράσει. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του θυμού όμως, παραμένει ασυνείδητο και ως εκ τούτου μη αναγνωρίσιμο. Συνεπώς, η αυθεντική και εποικοδομητική βίωση και έκφρασή του μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο της θεραπείας.

 

 

Θεραπευτική Σχέση

Τέλος, η δημιουργία μιας ζεστής και ισότιμης θεραπευτικής σχέσης είναι καταλυτική για την αντιμετώπιση των χρόνιων αισθημάτων ντροπής. Αν ο θεραπευτής, που γνωρίζει αυτά που ο θεραπευόμενος θεωρεί ελαττώματα, συνεχίσει να νοιάζεται πραγματικά για εκείνον, να επικυρώνει τα συναισθήματά του και να επισημαίνει τα θετικά του χαρακτηριστικά, τότε ο δεύτερος θα το καταλάβει και θα μπορέσει να πάρει, μέσα από την μορφή της περιορισμένης γονικής υποκατάστασης, όσα στερήθηκε ως παιδί. Μέσα από την επανάληψη, αυτή η διαδικασία εσωτερικεύεται και σταδιακά η θεραπευτική σχέση χρησιμοποιείται, τηρουμένων των αναλογιών, ως μοντέλο για τις υπόλοιπες σχέσεις της ζωής του.

 

Συμπέρασμα

Η ντροπή είναι ένα πανανθρώπινο συναίσθημα που, σε αρκετές περιπτώσεις, μας κάνει να επαναπροσδιορίζουμε τη δράση μας σύμφωνα με τις αξίες που έχουν για εμάς μεγαλύτερη σημασία στη ζωή. Από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα χρήσιμο εξελικτικό υποπροϊόν του κοινωνικού μας εγκεφάλου ο οποίος σμιλεύτηκε μέσω του πολιτισμού με σκοπό την όσον το δυνατόν πιο αναίμακτη και λειτουργική συνύπαρξη διαφορετικών ατόμων στο πλαίσιο της ομάδας. Σε ψυχολογικό επίπεδο όμως, η χρόνια ντροπή-ελαττωματικότητα δημιουργείται όταν οι ανάγκες μας για συναισθηματική ασφάλεια, αποδοχή και επαφή με τους πρώτους φροντιστές της ζωής μας ματαιώθηκαν επανειλημμένως. Όταν οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις ως παιδιά – ιδίως ο θυμός – απέναντι στη διάψευση των προσδοκιών μας, στον πόνο και στις προσβολές εμποδίζονται, ένα αυθεντικό, αυθόρμητο και ζωτικό κομμάτι της ψυχικής μας ζωής μένει εγκλωβισμένο στον πάγο. Ο μόνος τρόπος για να το επαναφέρουμε στην ζωή είναι να αντιληφθούμε όσα μας συνέβησαν τότε και να βιώσουμε αυτή την ξεχασμένη συναισθηματική μας πλευρά με ευαισθησία και συμπόνια προς τον εαυτό.

Διαβάστε το 1ο μέρος εδώ.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...