Ο όρος ναρκισσισμός αναπτύχθηκε από τον αρχαίο ελληνικό μύθο του Νάρκισσου, ενός νεαρού, όμορφου άνδρα που απορρίπτει την αγάπη των άλλων ως ανάξια και ερωτεύεται τη δική του αντανάκλαση στο νερό. Όσο πιο επίμονα κοιτάζει την αντανάκλασή του, τόσο περισσότερο παθιάζεται με την εικόνα του, αλλά μη μπορώντας να αιχμαλωτίσει την ομορφιά της, παραμένει σε αυτή την θέση αυτο-θαυμαζόμενος μέχρι που τελικά πεθαίνει μέσα στην απόγνωση και την απελπισία. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές εκδοχές αυτού του αρχαίου ελληνικού μύθου, αλλά κάθε μια από αυτές καταλήγει σε τραγωδία.

Ο ναρκισσισμός είναι ένα γνώρισμα της προσωπικότητας το οποίο μπορεί να τοποθετηθεί μέσα σε ένα φάσμα ή ένα «συνεχές» – αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλοι μας φέρουμε το εν λόγω γνώρισμα, είτε σε μικρότερο, είτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Επομένως, οι επιπτώσεις του (θετικές ή αρνητικές) διαφέρουν ανάλογα με την φύση και την ένταση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητα μας ή… αντιμετωπίζουν οι άλλοι γύρω μας ερχόμενοι σε επαφή μαζί μας. Σε ένα υγιές επίπεδο, ο κοινός ναρκισσισμός είναι αυτός που μας κάνει να περιποιούμαστε και να φροντίζουμε τον εαυτό μας κάθε πρωί πριν πάμε στη δουλειά μας ή να προσέχουμε την ενδυμασία μας πριν από μια κοινωνική έξοδο. Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο παθολογικός ναρκισσισμός ο οποίος κάνει το άτομο να θέλει να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, πάντα το «νούμερο ένα» και παράλληλα να υποτιμά τους άλλους ως «ανόητους», «άσχημους», «αδαείς» «ανίκανους» κτλ.

Σε εξαιρετικά παθολογικές καταστάσεις όμως, υπάρχει ο ναρκισσισμός του ψυχωτικού ατόμου που έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και μια συνεκτική αίσθηση εαυτού και προκειμένου να αναπληρώσει το «ναρκισσιστικό πλήγμα» που έχει δεχτεί το Εγώ του, αναπτύσσει παραληρητικές ιδέες μεγαλείου (π.χ. ότι είναι ο Μεσσίας). Σε αυτή την περίπτωση, ο ναρκισσισμός είναι μια άμυνα του Εγώ απέναντι στην ολοκληρωτική απώλεια και τον κατακερματισμό του εαυτού.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ κοινού και παθολογικού ναρκισσισμού όμως; Πως ο παθολογικός ναρκισσισμός συνδέεται με την οργή;  Πόσοι τύποι παθολογικού ναρκισσισμού υπάρχουν και ποιες είναι οι ρίζες του; Με ποιον τρόπο ο παθολογικός ναρκισσισμός πλήττει τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους; Και τέλος, πως αντιμετωπίζεται ψυχοθεραπευτικά;

 

Κοινός Ναρκισσισμός vs. Παθολογικός Ναρκισσισμός

Εννοιολογικά μιλώντας, ο ναρκισσισμός θα μπορούσε να οριστεί ως η προσπάθεια εξίσωσης του πραγματικού εαυτού μας με το ιδεώδες ή ιδανικό Εγώ. Όλοι μας έχουμε ιδανικά τα οποία μας καθοδηγούν στην ζωή, αλλά ξέρουμε βαθιά μέσα μας ότι ίσως να μην τα φτάσουμε ποτέ. Το ιδεώδες Εγώ είναι μια ιδέα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Όταν το χάσμα λοιπόν ανάμεσα στον πραγματικό και τον ιδανικό εαυτό είναι μεγάλο και αγεφύρωτο, τότε δημιουργείται μια εσωτερική ένταση η οποία επιλύεται συνήθως με τον επαναπροσδιορισμό του ιδεώδους εαυτού και την εύρεση κάποιων πιο ρεαλιστικών προτύπων που μας προσφέρουν εκ νέου καθοδήγηση στην ζωή.

Όταν ένα άτομο έχει παθολογικό ναρκισσισμό όμως, δυσκολεύεται υπερβολικά να διαχειριστεί τα οδυνηρά συναισθήματα της θλίψης και της ντροπής που κινητοποιούνται από την αποτυχία να ανταποκριθεί επαρκώς στον ιδεώδη εαυτό του. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τον ψυχικό πόνο που προκαλούν αυτά τα συναισθήματα και να λύσει την ένταση, είναι να ταυτιστεί με το ιδεώδες Εγώ. Για να το καταφέρει αυτό, χρησιμοποιεί πρωτογενείς αμυντικούς μηχανισμούς του Εγώ όπως είναι η προβολή (projection) και ο διαχωρισμός (splitting) που έχουμε όλοι οι άνθρωποι από τη στιγμή της γέννησής μας στην ψυχική μας συσκευή, αλλά καθώς ωριμάζουμε γνωστικά και συναισθηματικά τους αντικαθιστούμε σταδιακά με πιο εξελιγμένους. Συγκεκριμένα, προβάλλει τις αδυναμίες και τις αποτυχίες του σε άλλους ανθρώπους τους οποίους απαξιώνει. Στη συνέχεια, εξιδανικεύει τον εαυτό του και περιμένει από τους άλλους, για τους οποίους διατηρεί ως επι των πλείστων μια υποτιμημένη εικόνα (την οποία έχει ασυνείδητα για τον εαυτό του), να κάνουν το ίδιο.

Κάποιες φορές όμως, μπορεί να εξιδανικεύει ανθρώπους που έχουν μια μορφή εξουσίας, φήμης ή υπεροχής. Τότε γίνεται είτε αθέμιτα ανταγωνιστικός, ζηλεύει και μειώνει τα επιτεύγματά τους ή συγκρίνει τον εαυτό του μαζί τους επιδιώκοντας να τους ξεπεράσει (ακόμα και στην φαντασία του), είτε έρχεται προς στιγμήν σε επαφή με την υποτιμημένη εικόνα που έχει για τον εαυτό του νιώθοντας τα επώδυνα συναισθήματα που προσπαθούσε να αποφύγει. Αν και μπορεί να είναι επιφανειακά γοητευτικός και ενδιαφέρων άνθρωπος, από κάτω είναι δύσπιστος και καχύποπτος, αναμένοντας επιθέσεις από τους άλλους στις οποίες προβαίνει συνήθως πρώτα ο ίδιος. Η φαινομενική σταθερότητα της ψυχικής του διάθεσης λοιπόν εξαρτάται πλήρως από την εξιδανίκευση του εαυτού του. Μόλις σταματήσει η εξιδανίκευση, καταρρέει είτε σε σοβαρή κατάθλιψη, είτε αυτοεξυψώνεται σε μια ακόμη πιο υπερβολική εκδοχή ψευδο-μεγαλείου.

 

Η Ναρκισσιστική Οργή

Στην περίπτωση που το άτομο με παθολογικό ναρκισσισμό δεν εξιδανικευτεί από τους άλλους, αλλά λάβει μια ρεαλιστική ανατροφοδότηση για τον εαυτό του, νιώθει τεράστια οργή, καθώς βιώνει την πραγματικότητα ως μια δολοφονική επίθεση απέναντι στο ιδανικό Εγώ που διατηρεί στην φαντασία του. Για να μην έρθει αντιμέτωπο με μια εντελώς αρνητική εικόνα που έχει ασυνείδητα για τον εαυτό του όμως, επιτίθεται συνήθως στους άλλους με σκληρό και βάναυσο τρόπο με αποτέλεσμα να διαλύει τις σχέσεις του, να μην μπορεί να νιώσει οικειότητα σχεδόν με κανέναν και να βιώνει μοναξιά. Αυτός είναι ο λόγος που τα άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα τείνουν να επιλέγουν ερωτικούς συντρόφους που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και δέχονται εύκολα την υποτίμηση και την τιμωρία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκδήλωση έντονης ναρκισσιστικής οργής απέναντι στους άλλους, δίνει στο άτομο μια κατ’ επίφαση αίσθηση οργάνωσης επειδή βιώνει την εκμηδένιση του άλλου αντί να βιώνει την εξάλειψη της τέλειας και ιδανικής του αυτό-εικόνας. Λέει από μέσα του: «αν η οργή είναι αρκετά έντονη, η οδυνηρή πραγματικότητα θα φύγει». Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν εξαφανίζεται και καθώς το άτομο φτάνει στην ενηλικίωση, έρχεται αρκετά συχνά σε επαφή με ανθρώπους που δεν του δίνουν την επιβράβευση ή την αναγνώριση που χρειάζεται, οπότε η οργή είναι συχνή και έχει συχνά δυσάρεστες συνέπειες.

 

 

Πόσοι υπο-τύποι παθολογικού ναρκισσισμού υπάρχουν;

Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές τυπολογικές κατηγορίες μέσα στις οποίες ταξινομούνται σε επίπεδο συμπεριφοράς οι εκφάνσεις του παθολογικού ναρκισσισμού. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει σε τέσσερις βασικούς υπο-τύπους τα γνωρίσματα των οποίων μπορούν να προσδιορίζουν και συνδυαστικά την συμπεριφορά του ατόμου με ναρκισσιστική προσωπικότητα. Επίσης, το άτομο μπορεί να μετακινείται από τον ένα υπο-τύπο στον άλλο σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του. Οι 4 βασικοί υπό-τυποι είναι οι εξής:

 

  • Ο Έκδηλος Ναρκισσισμός: Περιγράφει ανθρώπους που αναζητούν συνεχώς την προσοχή και νιώθουν ότι έχουν το αυτονόητο δικαίωμα να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους εις βάρος των άλλων ανθρώπων. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η αίσθηση υπερβολικής σημασίας και σπουδαιότητας που έχουν για τον εαυτό τους. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα έξυπνα, γοητευτικά και ικανά άτομα, αλλά τείνουν να χειραγωγούν τους άλλους. Στον χώρο εργασίας, τα πηγαίνουν συνήθως πολύ καλά, αλλά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν ουσιαστικές σχέσεις με τους τους άλλους και δεν δέχονται να αναλάβουν αρμοδιότητες που θεωρούν ότι υποτιμούν την αξία τους.

 

  • Ο Συγκεκαλλυμένος Ναρκισσισμόςο ναρκισσιστής της ντουλάπας»): Περιγράφει άτομα που είναι αγχώδη, βιώνουν έντονη συναισθηματική δυσφορία και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην κριτική των άλλων. Χαρακτηρίζονται από συστολή η οποία μπορεί να φτάνει στα όρια της κοινωνικής απομόνωσης. Τα άτομα με συγκεκαλλυμένο ναρκισσισμό τείνουν να έχουν μια εσωτερική αίσθηση ανωτερότητας και να φαντασιώνονται ότι τα ταλέντα τους και οι μοναδικές τους ικανότητες αναγνωρίζονται, ενώ μπορεί να μιλούν σεμνά για τον εαυτό τους, ακόμα και να τον υποτιμούν.

 

  • Ο Ναρκισσισμός Υψηλής Λειτουργικότητας: Περιγράφει άτομα που ανήκουν στον υπο-τύπο του έκδηλου ναρκισσισμού, αλλά δεν φαίνονται ιδιαίτερα αλαζονικά και δεν πληρούν τα κριτήρια για μια διαταραχή προσωπικότητας. Η ανταγωνιστικότητά τους είναι θεμιτή και καλά προσαρμοσμένη στον χώρο εργασίας χωρίς να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στους άλλους. Δημιουργούν σχέσεις που έχουν διάρκεια, αλλά είναι συνήθως ρηχές. Συνήθως, επισκέπτονται κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας όταν δεχτούν σκληρή κριτική από κάποιο σημαντικό πρόσωπο της ζωής τους, βιώσουν μια μεγάλη «αποτυχία» ή έρθουν αντιμέτωπα με τις αναπόφευκτες προκλήσεις της ζωής (π.χ. ασθένεια, απώλεια ελκυστικότητας, γήρας).

 

  • Ο Κακοήθης Ναρκισσισμός: Είναι ο πιο σοβαρός υπο-τύπος και περιγράφει άτομα που χαρακτηρίζονται από έκδηλο ναρκισσισμό, αλλά έχουν και αρκετά αντικοινωνικά στοιχεία προσωπικότητας. Για παράδειγμα, λένε εύκολα ψέματα και εκμεταλλεύονται τους άλλους, συμπεριφέρονται επιθετικά, (είτε λεκτικά, είτε σωματικά), εκφοβίζουν και συνδέονται μόνο με ανθρώπους από τους οποίους έχουν κάποιο όφελος ή κέρδος. Τις περισσότερες φορές, δεν έχουν κίνητρο να αλλάξουν, οπότε σπάνια αναζητούν βοήθεια από κάποιον ειδικό.

 

 

Καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας ότι ακόμα και όταν μιλάμε για ένα άτομο που χαρακτηρίζεται από κακοήθη ναρκισσισμό και εκδηλώνει οργισμένες λεκτικές επιθέσεις ή βία απέναντι στους άλλους, προσπαθεί κατά βάθος να τους πιέσει να καλύψουν τις συναισθηματικές του ανάγκες και να εξουδετερώσει παράλληλα τα υποκείμενα αισθήματα συναισθηματικής στέρησης και κατωτερότητας που αισθάνεται. Πίσω από έναν κακοήθη ναρκισσιστή λοιπόν ο οποίος μπορεί να χειραγωγεί, να κυριαρχεί, να εκφοβίζει και να εκμεταλλεύεται τους άλλους, υπάρχει ένα ευάλωτο, μοναχικό, αφρόντιστο ή/και παραμελημένο παιδί.

 

Οι ρίζες του παθολογικού ναρκισσισμού

Υπάρχουν τέσσερις παράγοντες που χαρακτηρίζουν το περιβάλλον της παιδικής ηλικίας των ανθρώπων με ναρκισσιστική προσωπικότητα:

 

  1. Μοναξιά και απομόνωση
  2. Ανεπαρκή όρια
  3. Εκμετάλλευση και χειραγώγηση από τους πρώτους φροντιστές
  4. Υπό όρους επιδοκιμασία

 

Αν θέλαμε εν συντομία να περιγράψουμε την τυπική παιδική ηλικία (η οποία δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις απόλυτα αντιπροσωπευτική αυτής της περιγραφής) των ανθρώπων που αναπτύσσουν ναρκισσιστική προσωπικότητα, θα λέγαμε ότι οι περισσότεροι υπέφεραν από σημαντική συναισθηματική στέρηση. Η μητέρα ίσως να τους έδινε αρκετή προσοχή, αλλά υπήρχε έλλειψη ενσυναίσθησης και συναισθηματικού συντονισμού από την πλευρά της. Το παιδί λοιπόν μπορεί να αναρωτιόταν συχνά αν το αγαπά με συνέπεια να βίωνε απουσία αυθεντικής αποδοχής και συναισθηματικής προσκόλλησης. Η μητέρα, (η οποία έχει συνήθως και εκείνη μια ναρκισσιστική προσωπικότητα), αναζητούσε να καλύψει τις δικές της ανάγκες για κύρος, αναγνώριση και συναισθηματική υποστήριξη μέσα από το παιδί. Έθετε πολύ υψηλά στάνταρ και είτε εξιδανίκευε το παιδί όταν κατάφερνε να ανταποκριθεί σε αυτά, είτε το υποτιμούσε και το σύγκρινε με τους άλλους, όταν αποτύγχανε. Προκειμένου να κρατά το παιδί ευθυγραμμισμένο με τις δικές της επιθυμίες και ανάγκες, γινόταν συχνά χειριστική και ελεγκτική χρησιμοποιώντας ως μέσο την υπερ-φροντίδα. Μέσα από την παροχή «ειδικής» μεταχείρισης και προνομίων στο παιδί, το έκανε να αισθάνεται ξεχωριστό και ιδιαίτερο, μόνο όταν η ίδια έβλεπε την «τέλεια» αντανάκλαση του εαυτού της σε αυτό.

Από την άλλη μεριά, ο πατέρας, τις περισσότερες φορές, βρισκόταν στο άλλο άκρο. Μπορεί να ήταν απών, παθητικός, απόμακρος, απορριπτικός ή βάναυσος. Έτσι, το παιδί λάμβανε δύο εντελώς αντίθετα μηνύματα από τους γονείς του. Ο ένας «φούσκωνε» υπό όρους την αξία του, ενώ ο άλλος το αγνοούσε και αδιαφορούσε γι’ αυτό. Αν είχαν χωρίσει οι γονείς, η μητέρα μπορεί να χρησιμοποιούσε το παιδί ως υποκατάστατο συζύγου και εκείνο να ανταποκρινόταν ασυνείδητα σε αυτόν τον ρόλο εκπληρώνοντας τις ακάλυπτες ανάγκες του για επαφή και ανακουφίζοντας ταυτόχρονα την μητέρα από τα δικά της συναισθήματα ανεπάρκειας. Αυτό είχε ως συνέπεια να μπερδεύεται το παιδί ως προς την σχέση που είχε με την μητέρα, να καθυστερεί η ψυχο-σεξουαλική του ανάπτυξη και εν τέλει να ματαιώνεται επαναλαμβανόμενα μη δυνάμενο να ανταποκριθεί επαρκώς στον ρόλο του υποκατάστατου συζύγου.

 

 

Πολλά άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα ήταν χαρισματικά παιδιά. Διακρίνονταν για την ωριμότητά τους, την ευφυία τους, την ομορφιά τους – ίσως να είχαν έφεση στον αθλητισμό ή να ήταν καλλιτεχνικές φύσεις. Τυπικά, ένας ή και οι δύο γονείς, τους πίεζαν να κερδίζουν φιλοφρονήσεις μέσα από αυτό το ταλέντο. Όταν ξεχώριζαν με τα επιτεύγματά τους ή τα ταλέντα τους με τρόπο που αντανακλούσε θετικά στον γονέα, τότε έπαιρναν όλο τον θαυμασμό, το ενδιαφέρον και την προσοχή. Διαφορετικά, τους αγνοούσαν ή τους υποτιμούσαν. Ένιωθαν λοιπόν μια συνεχή αγωνία να συνεχίσουν να επιδεικνύουν τα χαρίσματά τους για να λάβουν την επιδοκιμασία του γονέα, επειδή φοβόντουσαν ότι αν σταματούσαν, ο γονέας θα απέσυρε όλο το νοιάξιμο και το ενδιαφέρον του. Συνεπώς, πάλευαν διαρκώς με μια εσωτερική σύγκρουση που τους δημιουργούσε περίπλοκα συναισθήματα που δεν μπορούσαν να επεξεργαστούν – από την μία να νιώθουν ξεχωριστά παιδιά όταν επιδεικνύουν τα χαρίσματά τους και από την άλλη να νιώθουν ανάξια όταν δεν έκαναν κάτι αξιοσημείωτο.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι μια άλλη πηγή του παθολογικού ναρκισσισμού στην παιδική ηλικία, είναι η κοινωνική απόρριψη και η αποξένωση από τους συνομήλικους. Κάποιοι άνθρωποι, ως παιδιά, μπορεί να έπαιρναν αυθεντική αγάπη και προσοχή από το σπίτι τους, αλλά να απορρίπτονταν συστηματικά από άλλα άτομα εκτός οικογένειας, να αισθάνονταν με αρνητικά σημαντικό τρόπο διαφορετικοί από τους άλλους (λ.χ. λιγότερο ελκυστικοί, δημοφιλείς, κτλ) ή να μην είχαν έφεση σε δραστηριότητες που ήταν αποδεκτές από τους συνομήλικους. Αυτά τα άτομα αναπτύσσουν συνήθως ένα συγκεκαλλυμένο ναρκισσισμό και φαίνονται μετριοπαθείς ακόμα και ευχάριστοι στους άλλους.

 

Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ.

 

 

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή μέρους ή ολόκληρου του άρθρου χωρίς προηγούμενη άδεια του αρθρογράφου.

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...