«Η ισχύς εν τη ενώσει»

Υπάρχει μια παλιά αφρικάνικη παροιμία που λέει ότι αν θέλεις να πας γρήγορα, πάνε μόνος, αλλά αν θέλεις να πας μακριά, πάνε μαζί με κάποιον άλλο. Για τους ανθρώπους που έχουν διαμορφώσει την ζωή τους σύμφωνα με τα δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα των ατομικιστικών αξιών, ίσως η παραπάνω φράση να σημαίνει ότι για να πετύχεις και να ανελιχθείς στα ανώτερα κοινωνικά κλιμάκια πρέπει να έχεις τις κατάλληλες διασυνδέσεις/γνωριμίες, αλλιώς κινδυνεύεις να παραμείνεις στην αφάνεια. Ίσως πάλι να υπάρχει μια αναλογία με το αρχαίο ρητό που μας λέει ότι η ισχύς βρίσκεται στην ένωση. Όποια ερμηνεία και να δώσουμε όμως, το συμπέρασμα είναι ένα: η ομόνοια, η ένταξη σε μια κοινωνική ομάδα, η σύμπραξη με κάποιον άλλο, έχουν πολλά περισσότερα πρακτικά οφέλη (για το άτομο και κατ’ επέκταση για την κοινωνία) από την διχόνοια, τον απομονωτισμό και την… μοναξιά.

Βιολογικά μιλώντας, είμαστε κοινωνικά όντα – η εξέλιξη και η επιβίωση μας από την τροφοσυλλεκτική περίοδο βασίζεται στη δημιουργία ομάδων. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο όχι μόνο για να καταφέρνουμε όσα δεν μπορούμε να κάνουμε ως μονάδες, αλλά και για να διασφαλίσουμε την ψυχολογική και συναισθηματική μας ευημερία. Μεγάλο μέρος του νοήματος και της αίσθησης σκοπού που αντλούμε από την ζωή μας, προέρχεται από τις διαπροσωπικές μας σχέσεις και τον αντιλαμβανόμενο ρόλο που έχουμε ως μέλη μιας ευρύτερης κοινωνίας. Μάλιστα, η ανάγκη μας για ανθρώπινη επαφή είναι τόσο βαθιά θεμελιωμένη στην ύπαρξή μας, που σε μεγάλο βαθμό, η ικανότητά μας να σχηματίζουμε λειτουργικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τον κόσμο συνδέεται με τις σχέσεις που έχουμε στην ζωή μας (Williams, 2019).

 

Αισθάνεσαι μοναξιά; Δεν είσαι ο… μόνος!

Παρόλα αυτά, τα ποσοστά της αυτο-αναφερόμενης μοναξιάς αυξάνονται ραγδαία αποκλειστικά στον δυτικό κόσμο – το 80% των νέων ανθρώπων κάτω των 18 ετών και το 40% των ενήλικων ανθρώπων άνω των 65 ετών, αναφέρουν ότι έχουν νιώσει μόνοι τουλάχιστον μερικές φορές στην τρέχουσα περίοδο της ζωής τους. Στους νέους άνω των 18 ετών και στους μεσήλικες, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι το 30-60% των ανθρώπων που ζουν σε Ευρώπη και Αμερική, βιώνει ένα επίμονο αίσθημα μοναξιάς, καθώς και ότι δεν έχει ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις με άλλους ανθρώπους σε καθημερινή βάση (Renken, 2020). Σε αυτές τις ψυχολογικές μελέτες, η μοναξιά ορίζεται ως ένα δυσφορικό συναίσθημα που συνοδεύει την αντίληψη ότι οι ανάγκες του ατόμου για επαφή, επικοινωνία και κατανόηση δεν ικανοποιούνται από την ποσότητα και ιδιαίτερα από την ποιότητα των υπαρχουσών κοινωνικών του σχέσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το να αισθάνεται κάποιος μόνος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και σωματικά μόνος. Το αίσθημα της μοναξιάς μπορεί να αντιστοιχεί σε μια απόκλιση ανάμεσα στις σχέσεις που έχουμε και στις σχέσεις που θα θέλαμε να έχουμε, γι’ αυτό κάποιες φορές νιώθουμε μόνοι ακόμα και όταν βρισκόμαστε μεταξύ «φίλων».

 

Ο μηχανισμός της αυτο-εκπληρούμενης προφητείας

Όταν νιώθουμε μόνοι ή κοινωνικά απομονωμένοι, μπαίνουμε σε μια κατάσταση αυτο-διατήρησης για να προστατέψουμε τους εαυτούς μας από τους άλλους. Σε μια κοινωνική διαντίδραση, ο εγκέφαλός μας αρχίζει να ανιχνεύει αυτόματα περισσότερες αρνητικές κοινωνικές πληροφορίες από ό,τι θετικές – μπορεί να μας φαίνεται περίεργος ο τρόπος που θα μας κοιτάξει κάποιος ή ο τόνος της φωνής του όταν θα μας μιλήσει. Γινόμαστε λοιπόν καχύποπτοι ή αμυντικοί και αρχίζουμε να εστιάζουμε περισσότερο στον εαυτό μας και στο πως φαινόμαστε στον άλλο από τον οποίο πιστεύουμε ότι είναι πιο πιθανό να δεχτούμε κριτική παρά κάποια φιλοφρόνηση. Ως εκ τούτου, εμφανιζόμαστε λιγότερο κοινωνικοί και επαληθεύουμε τις πεποιθήσεις μας ότι οι άλλοι δεν μας θέλουν και ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.

 

Μοναξιά vs Μοναχικότητα

Σε αυτό το σημείο, είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε την μοναξιά από την μοναχικότητα. Το δυσφορικό αίσθημα της μοναξιάς, μας καταλαμβάνει όταν αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως κατακερματισμένο, ατελή ή αόρατο απέναντι στους άλλους, ενώ η μοναχικότητα είναι μια συνειδητή στάση ζωής που συχνά προσφέρει ικανοποίηση, ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη και μια αίσθηση δημιουργικότητας στο άτομο που την επιλέγει. Οι έρευνες μάλιστα δείχνουν ότι οι άνθρωποι που αισθάνονται, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, μόνοι, επιλέγουν να συναναστραφούν με πολλούς και κυρίως άγνωστους ανθρώπους δημιουργώντας περιστασιακές σχέσεις, ενώ εκείνοι που δεν αναφέρουν συχνά αισθήματα μοναξιάς, αλλά επιλέγουν τις στιγμές της μοναχικότητάς τους ανά περιόδους, έχουν λίγες αλλά ουσιαστικές σχέσεις στην ζωή τους. Κάποιοι μοναχικοί άνθρωποι δηλώνουν ακόμα ότι αυτές οι στιγμές της εθελούσιας απομόνωσης, τους δίνουν το κίνητρο να έρθουν σε επαφή και να συνδεθούν με τους άλλους έχοντας περισσότερη ενέργεια και διάθεση.

 

 

 Πόσο «επιβλαβής» είναι η μοναξιά;

Οι συνέπειες των χρόνιων και δυσφορικών αισθημάτων της μοναξιάς είναι αδιαμφισβήτητες και μάς επηρεάζουν τόσο σε σωματικό, όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Ερευνητικά στοιχεία (Hawkley και Cacioppo, 2010) δείχνουν ότι η χρόνια μοναξιά μειώνει το προσδόκιμο ζωής όσο το κάπνισμα 15 τσιγάρων την ημέρα, έχει τις ίδιες επιπτώσεις στην υγεία όπως η μειωμένη σωματική δραστηριότητα και η παχυσαρκία και συνδέεται με σωματικές παθήσεις όπως είναι η αυξημένη αρτηριακή πίεση, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και η εξασθένηση του ανοσοποιητικού μας (Matthews και συνεργάτες, 2018). Επιπρόσθετα, οι άνθρωποι που βιώνουν χρόνια και δυσφορικά αισθήματα μοναξιάς είναι πιο πιθανό να έχουν άγχος, κατάθλιψη ή να πληρούν τα κριτήρια κάποιας διαταραχής προσωπικότητας.

Παρόλο λοιπόν που είμαστε γενετικά προδιατεθειμένοι να αναζητούμε την επαφή με τους άλλους και παρά το γεγονός ότι στις περισσότερες έρευνες που μελετούν τους καθοριστικούς παράγοντες της ευτυχίας, οι άνθρωποι κατατάσσουν τις ποιοτικές διαπροσωπικές σχέσεις, την αγάπη και την οικειότητα με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, πάνω από τον πλούτο ή την φήμη – ακόμα και πάνω από την σωματική τους υγεία – συνεχίζουμε να νιώθουμε μόνοι και να μην μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξει η κατάστασή μας.

 

Γιατί νιώθουμε μόνοι;

Σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, πέρα από το αξιακό σύστημα της δυτικο-ευρωπαϊκής κουλτούρας, οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές, η υποβάθμιση του θεσμού της οικογένειας και της κοινότητας, η αστικοποίηση, η υπογεννητικότητα, η στάση της κοινωνίας απέναντι στους ηλικιωμένους και η αποδυνάμωση της θρησκείας, ίσως να παίζουν κάποιο ρόλο στην αύξηση των ποσοστών της αυτο-αναφερόμενης μοναξιάς. Χωρίς όμως να θέλω να παραβλέψω την σημασία των παραπάνω παραγόντων, θεωρώ ότι οι δεσμοί που συνάπτουμε στην παιδική μας ηλικία με τους γονείς ή τους πρώτους φροντιστές μας, καθορίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό την συχνότητα εμφάνισης και την ένταση των αισθημάτων μοναξιάς που θα βιώσουμε αργότερα στην ζωή μας. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που συνδεθήκαμε με τους γονείς μας (κυρίως μέχρι τα πρώτα 5 χρόνια της ζωής μας) επηρεάζει καταλυτικά το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εμάς να πιστέψουμε ότι οι άλλοι θα είναι δίπλα μας όταν τους χρειαστούμε, το πόσο ικανοί είμαστε να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας για να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον τους επιτρέποντάς τους παράλληλα να μας γνωρίσουν βαθιά και ουσιαστικά, το πόσο πρόθυμοι είμαστε να αποδεχτούμε και να προσφέρουμε συναισθηματική στήριξη (από και προς) στους άλλους και το πόσο επιδέξιοι είμαστε στον εντοπισμό εκείνων που δεν μας ταιριάζουν χωρίς να αποκλείουμε τους υπόλοιπους ανθρώπους από την ζωή μας.

 

Ποιον τύπο δεσμού έχω;

Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι δεσμού – ο ασφαλής, ο αγχώδης και ο αποφευκτικός. Τα άτομα με ασφαλή δεσμό στην ενήλικη ζωή:

 

  • Έχουν μια ισορροπημένη εικόνα της παιδικής τους ηλικίας – θυμούνται τόσο τις ευχάριστες όσο και τις δυσάρεστες αναμνήσεις.
  • Προσεγγίζουν με περιέργεια τους άλλους, εκφράζουν ειλικρινά τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και δεν αναπροσαρμόζουν την συμπεριφορά τους όταν προσφέρουν ή λαμβάνουν βοήθεια.
  • Όταν αντιμετωπίζουν μια κατάσταση κρίσης στις σχέσεις τους, βιώνουν και εκφράζουν τον θυμό τους με έναν ώριμο και κοινωνικά υγιή τρόπο, αλλά δεν αντιδρούν υπερβολικά λέγοντας πράγματα καταστροφικά για την σχέση ή απειλώντας με την απομάκρυνσή τους από αυτή. Μετά την σύγκρουση, αντί να γίνουν ψυχροί και απόμακροι, νιώθουν πιο κοντά με τον άλλο.
  • Όταν μια σχέση δεν είναι λειτουργική, αποφασίζουν να φύγουν έγκαιρα από αυτήν χωρίς να εγκαταλείπουν παράλληλα τις υπόλοιπες σχέσεις που έχουν στη ζωή τους.

 

Τα άτομα με αγχώδη δεσμό στην ενήλικη ζωή:

 

  • Θυμούνται κυρίως τα αρνητικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας και δυσκολεύονται να ανασύρουν οποιαδήποτε θετική ανάμνηση.
  • Είναι διαρκώς απασχολημένα ανησυχώντας για το αν οι άλλοι τα νοιάζονται πραγματικά ή όχι, καθώς και για το αν (οι άλλοι) θα είναι διαθέσιμοι όταν τους χρειαστούν. Έτσι, ελέγχουν συνεχώς τους άλλους για να διαπιστώσουν αν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους ή όχι.
  • Είναι υπερβολικά ευαίσθητα στο ενδεχόμενο μιας φανταστικής ή πραγματικής εγκατάλειψης.
  • Βιώνουν τη σχέση ως μια εξωτερική λύση σε εσωτερικά προβλήματα. Μένουν σε αυτή παρά τη δυστυχία που μπορεί να υπάρχει, αισθάνονται μοναξιά και αμφισβητούν την αξία του εαυτού τους και την ποιότητα των σχέσεων που δημιουργούν.

 

Τέλος, τα άτομα με αποφευκτικό δεσμό στην ενήλικη ζωή:

 

  • Έχουν σε γενικές γραμμές θετικές αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, αλλά δεν θυμούνται λεπτομέρειες που να τις επιβεβαιώνουν.
  • Δυσκολεύονται να ζητήσουν βοήθεια, ιδιαίτερα συναισθηματική στήριξη όταν είναι αναστατωμένα. Όταν λαμβάνουν βοήθεια μπορεί να μην νιώθουν ευγνωμοσύνη και να θεωρούν ότι είναι υποχρεωμένα να την ανταποδώσουν άμεσα.
  • Έχουν μια δυσκολία να δώσουν προσοχή στις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων. Βιάζονται να δώσουν λύσεις πριν κατανοήσουν με ακρίβεια και ενσυναίσθηση την εμπειρία του άλλου.
  • Δίνουν υπερβολική έμφαση σε στόχους, στην εργασιακή επιτυχία και στα υλικά αγαθά με σκοπό να καταπολεμήσουν το αίσθημα της μοναξιάς. Νιώθουν μοναξιά γιατί δεν επιτρέπουν στους άλλους να τα πλησιάσουν και να έρθουν σε επαφή με τις βαθύτερες σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Τα χαρακτηρίζει η έλλειψη εγγύτητας προς τον εαυτό και τους άλλους.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν όλοι μοιραζόμαστε στοιχεία και από τους τρεις τύπους, αν και έχουμε έναν επικρατή με βάση τον οποίο διαντιδρούμε κοινωνικά με τους άλλους. Οι άνθρωποι που αναφέρουν πιο συχνά ότι αισθάνονται μόνοι όμως, είναι αρκετά πιθανό να έχουν έναν συνδυασμό αγχώδους-αποφευκτικού δεσμού.

 

 

Μπορούμε να νιώσουμε λιγότερο μόνοι;

Το πρώτο βήμα για να διαχειριστούμε την μοναξιά είναι να μην την αγνοήσουμε, αλλά να είμαστε πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε αυτό που θέλει να μας πει. Σκεφτείτε ότι όταν έχουμε οποιαδήποτε άλλη βιολογική ανάγκη (π.χ. όταν διψάμε ή πεινάμε), αναγνωρίζουμε άμεσα αυτό που χρειαζόμαστε (π.χ. νερό ή φαγητό). Αφού αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει η ανάγκη για επαφή και αφού αισθανόμαστε για καιρό μόνοι, είναι καλό να αναλογιστούμε την επίδραση της μοναξιάς στον εγκέφαλο, το σώμα και την συμπεριφορά μας. Θυμηθείτε την κατάσταση της αυτό-συντήρησης στην οποία μπαίνει αυτόματα ο εγκέφαλος όταν βιώσει τον κοινωνικό αποκλεισμό και παρατηρείστε πως τις περισσότερες φορές η καχυποψία και η αμυντικότητα σας δεν σχετίζονται με το τι σκέφτονται ή αισθάνονται οι άλλοι για εσάς, αλλά με το πως βλέπετε εσείς τον εαυτό μας. Αν στην παρούσα φάση της ζωής σας, δεν έχετε κάποιο επαρκές δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων για να ικανοποιήσετε την ανάγκη για επαφή, θυμηθείτε ότι ο σκοπός δεν είναι να αποκτήσετε πολλούς φίλους, αλλά να δημιουργήσετε αρχικά τουλάχιστον μια βαθιά και ουσιαστική σχέση μέσα στην οποία θα υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός, κατανόηση και εκτίμηση. Αν το να γνωρίσετε άτομα σας είναι δύσκολο όμως, ο καλύτερος τρόπος για να τα καταφέρετε είναι να ξεκινήσετε κάποια ομαδική δραστηριότητα ψυχαγωγικής ή σωματικής φύσης, εφόσον αρθούν τα περιοριστικά μέτρα, με σκοπό να ακονίσετε τις κοινωνικές σας δεξιότητες και να δικτυωθείτε.

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, κάποια βήματα που μπορούμε να ακολουθήσουμε για να ανακουφιστούμε από την μοναξιά είναι τα παρακάτω:

 

  1. Υποστηρίξτε τους άλλους

Οι περισσότεροι από εμάς προσεγγίζουμε τους άλλους ανθρώπους σκεπτόμενοι τι μπορούμε να πάρουμε από αυτούς. Ρωτάμε συχνά τον εαυτό μας: Τι μπορεί να κάνει αυτό το άτομο για μένα; Ή πως θα νιώσω καλύτερα κάνοντας παρέα μαζί του; Αυτές οι προθέσεις όμως δεν μας επιτρέπουν να ανοιχτούμε πραγματικά και να είμαστε ειλικρινείς και γνήσιοι απέναντι στους άλλους. Αντ’ αυτού θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Τι θα μπορούσα να προσφέρω σε αυτό το άτομο; Ή πως θα μπορούσα να το κάνω να αισθανθεί καλύτερα; Όσον αφορά τις σχέσεις, φαίνεται ότι τελικά ισχύει το παλιό κλισέ, «παίρνεις αυτό που δίνεις», αν το δούμε μέσα από το πρίσμα της ηθικής ανταμοιβής. Νιώθουμε περισσότερη χαρά και ικανοποίηση στις σχέσεις που δίνουμε επειδή το επιθυμούμε και όχι επειδή περιμένουμε κάποιο αντάλλαγμα, χωρίς να σημαίνει ότι σε αυτές τις σχέσεις δεν υπάρχει ισοτιμία.

 

  1. Βρείτε την χαρά μέσα στην μοναχικότητα

Ίσως να ακουστεί κάπως περίεργο αυτό που θα διαβάσετε, αλλά είναι η σημαντικότερη φράση που πρέπει να κρατήσετε από το άρθρο. Το αίσθημα της μοναξιάς δεν εξαρτάται τόσο από την ποσότητα ή την ποιότητα των κοινωνικών μας σχέσεων, όσο από την στάση που έχουμε απέναντι σε αυτές τις σχέσεις. Μπορούμε να νιώθουμε απερίγραπτα μόνοι κάνοντας πάρτι όλη μέρα και μπορούμε να είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι περνώντας μήνες μακριά από τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Το πόσο έντονα βιώνουμε το αίσθημα της μοναξιάς εξαρτάται από το πόσο καλά εξοικειωμένοι είμαστε με τη δική μας μοναχικότητα. Η αποδοχή της μοναχικότητάς μας, μας απελευθερώνει, μας κάνει πιο δημιουργικούς και ρίχνει παραπάνω φως στο ποιοι είμαστε όταν δεν μας βλέπει κανείς, παρά μόνο ο ίδιος μας ο εαυτός. Ίσως έπειτα να είναι πιο εύκολο να συνδεθούμε ουσιαστικά με τους άλλους, αφού έχουμε συνδεθεί πρώτα με τον εαυτό μας.

 

  1. Ξεκινήστε ψυχοθεραπεία

Αν βιώνετε έντονα και επίμονα αισθήματα μοναξιάς, ο πιο ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για να τα διαχειριστείτε, είναι η ψυχοθεραπεία. Η Γνωστική-Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (ΓΣΨ) είναι η πιο σύντομη, ευρέως διαδεδομένη και ερευνητικά τεκμηριωμένη μέθοδος επίλυσης αυτών των ζητημάτων. Μέσα από την αυτο-παρατήρηση, την αναγνώριση των γνωστικών στρεβλώσεων, την αμφισβήτηση και την τροποποίηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων, την εκμάθηση τεχνικών χαλάρωσης και την βαθμιαία έκθεση σε στρεσσογόνες καταστάσεις, το άτομο ανακτά σταδιακά τον έλεγχο των συναισθημάτων του και υιοθετεί νέα και πιο προσαρμοστικά μοτίβα συμπεριφοράς.

 

Συμπέρασμα

Ως άτομα και ως κοινωνία, μπορούμε να κερδίσουμε ή να χάσουμε τα πάντα ανάλογα με το αν ικανοποιείται επαρκώς η ανάγκη μας για ανθρώπινη επαφή. Είμαστε εξελικτικά προδιατεθειμένοι να κοιτάμε πέρα από τον εαυτό μας, όχι μόνο για να αναζητήσουμε την επαφή, αλλά και για να βρούμε νόημα στην ζωή μας. Σε ένα πιο βαθύ και υπαρξιακό επίπεδο, ακόμα και αν φτάσουμε στο σημείο να έχουμε ποιοτικές σχέσεις στην ζωή μας, να απολαμβάνουμε την μοναχικότητά μας και να επενδύουμε στην ηθική ανταμοιβή της προσφοράς, συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε ποτέ να ξεπεράσουμε πλήρως την μοναξιά μας που συνδέεται με την μοναδικότητα και το πεπερασμένο της ύπαρξής μας. Παραδόξως, η αποδοχή της υπαρξιακής μοναξιάς είναι αυτή που μας βοηθά να ατενίζουμε την θνητότητά μας χωρίς απελπισία και μας ωθεί στο να συνδεθούμε ακόμα πιο βαθιά με τους άλλους, χωρίς να τους χρησιμοποιούμε ως ασπίδα προστασίας απέναντι στον φόβο της απομόνωσης. Όπως έλεγε και ο I. Yalom, «για να δυναμώσεις πρέπει πρώτα να βυθίσεις τις ρίζες σου στο τίποτε και να μάθεις ν’ αντιμετωπίζεις την πιο μοναχική μοναξιά σου».

 

 

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...