Προσωπικότητα – ακούμε συχνά αυτήν την λέξη και οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σίγουροι για τον ορισμό της. Στην καθομιλούμενη, κάνουμε συνήθως λόγο για ανθρώπους που έχουν έντονη προσωπικότητα, ισχυρή προσωπικότητα ή για όσους δεν… έχουν προσωπικότητα. Στην επιστήμη της Ψυχολογίας όμως, η προσωπικότητα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποια ευρεία και αρκετά διαρκή μοτίβα σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν με μοναδικό τρόπο τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Κάποια από αυτά τα μοτίβα μπορεί να είναι λειτουργικά και προσαρμοστικά, ενώ κάποια άλλα όχι. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ των λειτουργικών και δυσλειτουργικών μοτίβων δεν γίνεται αντιληπτή με όρους «μαύρου» ή «άσπρου», όπως πιθανόν πιστεύουμε. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και όσοι έχουν διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη και σταθερή προσωπικότητα, παρουσιάζουν μια μίξη «υγιών» και «μη υγιών» γνωρισμάτων.

Κάποιες φορές, από την περίοδο της εφηβείας και μετά, ορισμένοι άνθρωποι παρουσιάζουν επίμονες και μακροχρόνιες ρήξεις σε αυτά τα σύνθετα μοτίβα σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς οι οποίες εκδηλώνονται σε διαφορετικά πλαίσια (π.χ. πανεπιστήμιο, χώρος εργασίας, οικογενειακό περιβάλλον) και επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική τους διάθεση, τις σχέσεις τους με τους άλλους και την παραγωγικότητά τους. Ο αριθμός, η ένταση, η διάρκεια και τα επίπεδα ενόχλησης που προκαλούν στον εαυτό (και στους άλλους) αυτές οι ρήξεις, καθορίζουν το επίπεδο και την υφή των ψυχο-συναισθηματικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει το άτομο. Για παράδειγμα, κάποιες ρήξεις στην σκέψη μπορεί να επηρεάζουν την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του ατόμου σε νέες καταστάσεις με αποτέλεσμα το άτομο να αντιδρά ακόμα και στην παραμικρή αλλαγή, ενώ μια ρήξη στο συναίσθημα μπορεί να επηρεάσει την ικανότητά του να εκφράζει τον θυμό με έναν κοινωνικά υγιή και ώριμο τρόπο.

 

Ο χάρτης της ζωής μας

Για να καταλάβουμε καλύτερα όμως πως δημιουργούνται οι διαταραχές σε επίπεδο προσωπικότητας, ας φανταστούμε ότι η γέννησή μας σηματοδοτεί και τη δημιουργία ενός χάρτη – του «χάρτη της ζωής» μας. Ο σχεδιασμός του χάρτη μας επιτυγχάνεται κάθε φορά που χαράσσουμε μια νέα πορεία προς εξερεύνηση. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, αυτή η διαδικασία είναι σαφώς επηρεασμένη από τους γονείς μας ή τους πρώτους φροντιστές της ζωής μας. Όσο περνούν τα χρόνια λοιπόν, η ικανότητά μας να χρησιμοποιούμε δημιουργικά τον χάρτη της ζωής μας, εξαρτάται από την αυτοπεποίθηση που έχουμε να χαράσσουμε όλο και περισσότερες πορείες καθώς και από τους κανόνες που εφαρμόζουμε (και που είναι συχνά αποτέλεσμα πολιτισμικής επιρροής ή κοινωνικής επιβολής) για να λύνουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους δικούς μας χάρτες και τους χάρτες των άλλων. Στην ενηλικίωση, βρίσκουμε συνήθως μια σταθερότητα στην εφαρμογή αυτών των κανόνων διαμορφώνοντας το σύστημα των προσωπικών αξιών που καθορίζει τις πράξεις μας. Όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, έχουμε κάποιους περιορισμούς στην ικανότητα να χαράσσουμε διαρκώς νέες πορείες σε αυτόν τον χάρτη.

Ωστόσο, τα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ψυχο-συναισθηματικής φύσης συναντούν συχνά περιορισμούς μεγαλύτερης έκτασης στον χάρτη της ζωής τους – κάποιες πορείες που έχουν χαράξει μοιάζουν με αδιέξοδα, κάποιες άλλες είναι φαύλοι κύκλοι ή στενοί ατραποί. Επίσης, πολλές περιοχές αυτού του χάρτη είναι επικίνδυνες, απαγορευμένες ή έρημες. Συνεπώς, η αυτοπεποίθηση αυτών των ατόμων στη σχεδίαση του χάρτη τους είναι συχνά ασταθής και οι περισσότεροι κανόνες που εφαρμόζουν στη διαντίδραση με τους άλλους ικανοποιούν περισσότερο την ανάγκη για ασφάλεια παρά την επιθυμία για εξερεύνηση. Όταν υπάρχει μια διαταραχή σε επίπεδο προσωπικότητας όμως, εκτός από τους προαναφερόμενους περιορισμούς, υπάρχει και μια ασυνέχεια – σαν να υπάρχουν πολλοί ανολοκλήρωτοι χάρτες, παρά ένας και αποτελεσματικός, αντιπροσωπευτικός του εαυτού μας. Συνεπώς, η πλοήγηση σε πολλούς και διαφορετικούς κατακερματισμένους χάρτες προκαλεί σύγχυση στο άτομο και δεν του επιτρέπει να δημιουργήσει μια συνεκτική και σταθερή ταυτότητα και αίσθηση εαυτού.

 

 

Τα 9 γνωρίσματα της μεταιχμιακής προσωπικότητας

Η πιο ενδιαφέρουσα, σύνθετη και συχνά εμφανιζόμενη (τα τελευταία χρόνια) διαταραχή προσωπικότητας είναι η μεταιχμιακή ή οριακή προσωπικότητα. Αν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε με μια φράση την μεταιχμιακή προσωπικότητα, θα λέγαμε ότι είναι μια σταθερήσυναισθηματική αστάθεια. Συνοπτικά, τα 9 βασικά γνωρίσματα που την χαρακτηρίζουν είναι:

 

  1. Παρορμητικότητα η οποία εκδηλώνεται συνήθως μέσα από την χρήση ουσιών, την συχνή και χωρίς προστασία σεξουαλική επαφή με αγνώστους, την ριψοκίνδυνη οδήγηση και τα επεισόδια υπερφαγίας.
  2. Αυτοτραυματισμός ο οποίος εκδηλώνεται επειδή το άτομο θέλει να νιώσει «ζωντανό» και να ξεφύγει από τα χρόνια αισθήματα κενού.
  3. Συναισθηματική αστάθεια η οποία εκδηλώνεται με την βίωση ακραίων και αντίθετων συναισθημάτων – το άτομο μπορεί να νιώθει την μια στιγμή υπερβολική χαρά και την επόμενη στιγμή βαθιά απελπισία.
  4. Εκρηκτικότητα η οποία εκδηλώνεται συνήθως με φραστική και σωματική βία και επιθετική συμπεριφορά απέναντι στους άλλους.
  5. Φόβος εγκατάλειψης ο οποίος οδηγεί σε συμπεριφορές προσκόλλησης, εξάρτησης και αισθημάτων ζήλειας απέναντι στο αγαπημένο πρόσωπο. Το άτομο για να αποφύγει την εγκατάλειψη φτάνει κάποιες φορές να απειλήσει ότι θα αυτοκτονήσει ή να κάνει ακόμα και σοβαρή απόπειρα.
  6. Ασταθής και ασαφής ταυτότητα εαυτού η οποία εκδηλώνεται μέσα από τη δυσκολία του ατόμου να βρει μια αίσθηση σκοπού και να αποφασίσει τι θέλει να κάνει στην ζωή του, τι είδους άτομο θέλει να είναι και ποιες είναι οι αξίες του.
  7. Χρόνια αισθήματα κενού τα οποία οφείλονται στην ανάγκη του ατόμου να γεμίσει την ζωή του με «κάτι παραπάνω» (σεξ, φαγητό, ουσίες) χωρίς να βρίσκει ποτέ ουσιαστική και βαθιά ικανοποίηση. Μοιάζει σαν να κουβαλά μια «εσωτερική μαύρη τρύπα» και γι’ αυτό νιώθει συνεχώς «άδειο».
  8. Εξιδανίκευση και υποτίμηση των άλλων που οδηγεί συχνά σε θυελλώδεις και περιστασιακές σχέσεις άνευ ουσίας με ερωτικούς συντρόφους, φίλους ή συναδέλφους.
  9. Απώλεια επαφής με την πραγματικότητα η οποία συνήθως περιγράφεται ως μια αίσθηση ότι η ζωή του ατόμου δεν μοιάζει αληθινή, κυρίως όταν αντιμετωπίζει ψυχο-πιεστικές καταστάσεις.

 

Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι για να διαγνωστεί ένα άτομο με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας, πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 5 από τα παραπάνω κριτήρια με έναρξη την περίοδο της πρώιμης ενηλικίωσης, παρόλο που μπορεί να υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις από την εφηβεία. Η διάγνωση γίνεται πάντα από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας και δεν είναι εύκολη διαδικασία εξαιτίας της συνύπαρξής της με άλλες ψυχικές διαταραχές (λ.χ. άγχος, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού). Παρ’ όλη την σοβαρότητα της διαταραχής όμως, τα άτομα με μεταιχμιακή προσωπικότητα περιγράφονται συχνά ως έξυπνα, ελκυστικά, γοητευτικά και με καλλιτεχνικά ταλέντα. Είναι οι άνθρωποι που απασχολούν συχνότερα το μυαλό ενός ψυχοθεραπευτή, αν και αρκετά συνηθισμένο να εγκαταλείπουν την ψυχοθεραπεία και να αντιστέκονται στην αλλαγή. Η δυσκολία πίσω από την παραμονή τους στην θεραπεία και τη δημιουργία σταθερών, ικανοποιητικών και ουσιαστικών σχέσεων με τους άλλους, οφείλεται εν πολλοίς στην ενεργοποίηση ενός πρωτόγονου μηχανισμού άμυνας προκειμένου να προστατέψουν τον εαυτό τους από την ανάδυση των καταπιεσμένων επώδυνων και βασανιστικών συναισθημάτων που συνδέονται με την εγκατάλειψη και την κακοποίηση/παραμέληση που βίωσαν από τους γονείς στην παιδική ηλικία.

 

Ο μηχανισμός της «σχάσης»

Στην βρεφική ηλικία, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας, (ξεκινώντας από την μητέρα μας την περίοδο του θηλασμού), με όρους «καλού» ή «κακού», «όλα» ή «τίποτα». Καθώς ωριμάζουμε ψυχολογικά, συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος και οι άνθρωποι που υπάρχουν σε αυτόν, δεν είναι μόνο καλοί ή κακοί και αρχίζουμε να ενσωματώνουμε τις θετικές και τις αρνητικές ιδιότητες μέσα στο ίδιο πρόσωπο με τον οποίο συνδεόμαστε. Αυτό μας βοηθά να δημιουργήσουμε όχι μόνο μια πιο συνεκτική και ρεαλιστική εικόνα για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο μας τον εαυτό.

Τα άτομα με μεταιχμιακή προσωπικότητα δυσκολεύονται να ανακαλύψουν «γκρίζες περιοχές» στον τρόπο σκέψης τους και βρίσκονται τις περισσότερες φορές ανάμεσα σε δύο ακραίες καταστάσεις μέσα από τις οποίες βλέπουν τους άλλους (και κατά βάθος τον εαυτό τους), είτε ως τέλειους, είτε ως άχρηστους, είτε ως αξιαγάπητους, είτε ως ανάξιους να αγαπηθούν, είτε ως σωτήρες, είτε ως εχθρούς. Κάθε φορά όμως που μεταπηδούν από τον ένα πόλο στον άλλο, βιώνουν ακραία και ανεξέλεγκτα συναισθήματα. Για παράδειγμα, όταν βλέπουν τον άλλο ως τον ιδανικό σύντροφο-φροντιστή, προσκολλώνται σε εκείνον, παραδίνονται στον έλεγχό του και περιμένουν να ικανοποιήσει όλες τις συναισθηματικές τους ανάγκες, όπως θα ήθελαν να έχει κάνει ο γονέας στην παιδική ηλικία. Κάποια στιγμή, όταν εκείνος δεν ικανοποιήσει τις προσδοκίες και τις ανάγκες τους για φροντίδα και αγάπη, απογοητεύονται βαθιά και βιώνουν την προδοσία, την απόρριψη και την εγκατάλειψη. Υποτιμούν τον άλλο ο οποίος είναι πλέον ο «εχθρός», θυμώνουν ανεξέλεγκτα μαζί του και απομακρύνονται από την σχέση. Αυτός ο μηχανισμός άμυνας κινητοποιείται ασυνείδητα συχνά μέσα στην ψυχοθεραπεία και είναι ευθύνη του ψυχοθεραπευτή να καταδείξει την παρουσία του και να βοηθήσει τον θεραπευόμενο σταδιακά να τον εγκαταλείψει, αφού πρώτα αντέξει τα επώδυνα και βασανιστικά συναισθήματα που αναδύθηκαν στην επιφάνεια.

 

 

Πως αναπτύσσεται η μεταιχμιακή προσωπικότητα;

Σχεδόν το 70% των ατόμων με διάγνωση μεταιχμιακής προσωπικότητας είναι γυναίκες, κάτι που μπορεί να οφείλεται όχι μόνο στις πιο έντονες και ευμετάβλητες ιδιοσυγκρασίες που έχουν σε σχέση με τους άνδρες, αλλά και στην επιρροή του πολιτισμικού πλαισίου. Οι γυναίκες κακοποιούνται σεξουαλικά συχνότερα και είναι πιο πιθανό να μάθουν να υποτάσσονται και να αποθαρρύνονται παρά να εκφράζουν τον θυμό τους απέναντι στους άλλους. Τουναντίον, οι άνδρες έχουν πιο επιθετική ιδιοσυγκρασία, είναι περισσότερο εξουσιαστικοί παρά υποταγμένοι και εξωτερικεύουν συχνότερα τα συναισθήματά τους με συνέπεια να διαγιγνώσκονται με ναρκισσιστική ή αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.

Πέρα από την βιολογική προδιάθεση και την επιρροή της κουλτούρας όμως, το οικογενειακό περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των άρρητων κανόνων αναφορικά με το τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να λέει και να αισθάνεται το παιδί. Το παιδί λοιπόν ίσως έπαιρνε μηνύματα όπως: «μην δείχνεις ό,τι αισθάνεσαι», «μην κλαις όταν πονάς», «μην θυμώνεις όταν κάποιος σε κακομεταχειρίζεται», «απλώς να είσαι αυτός/η που θέλουμε να είσαι». Οι εκδηλώσεις συναισθηματικού πόνου του παιδιού, είτε με θυμό, είτε με λύπη, ίσως να εξόργιζαν τους γονείς με αποτέλεσμα να το τιμωρούσαν ή να το επέκριναν και εκείνο να βίωνε την απόρριψη ή/και την εγκατάλειψη, δημιουργώντας έναν ασταθή και τρομακτικό δεσμό με τον γονέα. Υπάρχουν φυσικά περιπτώσεις όπου το παιδί δεν βίωσε λεκτική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, αλλά είτε μπορεί να έγινε μάρτυρας κακοποίησης ενός άλλου μέλους της οικογένειας, είτε να υπήρχε η απειλή έκρηξης θυμού ή βίας από τον ένα γονέα σε συνδυασμό με την ανοχή του άλλου. Είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας ότι κανένας παράγοντας από μόνος του δεν οδηγεί στην εμφάνιση μιας διαταραχής και ότι ακόμα και αν έχουμε εκτεθεί ως παιδιά σε κάποιες συνθήκες που μοιάζουν με τις παραπάνω, αυτό δεν σημαίνει ότι φέρουμε κάποια διάγνωση.

 

Ο ρόλος της ψυχοθεραπείας

Μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, το άτομο καταφέρνει με την στήριξη του θεραπευτή, να αναπτύξει, ίσως για πρώτη φορά, έναν ασφαλή και σταθερό συναισθηματικό δεσμό στην ζωή του. Κατά κάποιον τρόπο, ο θεραπευτής στα αρχικά στάδια της θεραπείας, υποκαθιστά γονικά τις ευάλωτες και ανυπεράσπιστες παιδικές πλευρές του ατόμου προσφέροντάς τους στήριξη και ασφάλεια. Αρχίζει να αναπτύσσει συναισθήματα ζεστασιάς και συμπάθειας απέναντι στο/ην θεραπευόμενο/η με σκοπό να μπορέσει να αντέξει έπειτα με υπομονή τις θυμωμένες και τιμωρητικές πλευρές που του δημιουργούν δυσκολίες στην ζωή του. Καθώς η σύνδεση μεταξύ των δύο αποκτά στέρεες βάσεις, ο θεραπευτής ενθαρρύνει την έκφραση των αρνητικών συναισθημάτων και των αναγκών προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα περιβάλλον-αντίδοτο σε σχέση με αυτό που έζησε το άτομο όταν ήταν παιδί – ένα περιβάλλον στοργικό, ασφαλές, μη επικριτικό, που ενισχύει την αυτο-έκφραση.

Συνεπώς, η πεποίθηση του ατόμου ότι ο θεραπευτής το σέβεται, το κατανοεί και το νοιάζεται πραγματικά, σε αντίθεση με τον βίαιο, τιμωρητικό ή απόντα γονέα, περιορίζει την αυτο-καταστροφική του συμπεριφορά. Σταδιακά, το άτομο μαθαίνει να αναπτύσσει μια πιο λειτουργική και προσαρμοστική ενήλικη πλευρά η οποία είναι ικανή να ανακουφίζει και να προστατεύει τις ευάλωτες και ανυπεράσπιστες παιδικές πλευρές, να βάζει όρια στις θυμωμένες και να σιγάζει τις τιμωρητικές. Ο τελικός στόχος της θεραπείας επιτυγχάνεται όταν το άτομο αναπτύξει την ικανότητα να βιώνει έντονα συναισθήματα (και να τα εκφράζει με έναν ώριμο και ρυθμισμένο τρόπο), ανακαλύψει τις φυσικές του κλίσεις (σε περιοχές όπως είναι η επιλογή καριέρας, η εμφάνιση, η σεξουαλική ταυτότητα και οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου) και αυτονομηθεί.

 

Συμπέρασμα

Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, λίγο-πολύ, μοιραζόμαστε κάποια στοιχεία των διαταραχών προσωπικότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ανταποκρινόμαστε επαρκώς στις προκλήσεις της καθημερινότητας. Οι ασταθείς οικογενειακοί δεσμοί, οι επιφανειακές ανθρώπινες σχέσεις και οι γρήγορες κοινωνικές αλλαγές συμβάλλουν σημαντικά, αλλά δεν είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της μεταιχμιακής προσωπικότητας – ίσως μόνο κάποιων γνωρισμάτων που ανήκουν σε αυτό το φάσμα. Η διάγνωση είναι ένας κλινικός όρος που χρησιμοποιούμε οι ειδικοί για να συνεννοούμαστε μεταξύ μας και δεν περιγράφει ούτε με αδρό τρόπο την πολυπλοκότητα του ανθρώπου που έχουμε μπροστά μας. Πίσω από αυτήν και μέσα στο ασφαλές περιβάλλον της ψυχοθεραπείας, μας ενδιαφέρει η δημιουργία μιας βαθιάς, ουσιαστικής, ισότιμης και συνεργατικής σχέσης με τον άνθρωπο που ζητάει την βοήθειά μας. Αυτή είναι τελικά που απελευθερώνει και τον βοηθά να αξιοποιήσει με πληρότητα τις δυνατότητές του για να ζήσει την ζωή του έτσι όπως επιθυμεί.

 

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...