Ψυχοθεραπεία και Σύγχρονη Καθημερινότητα

Πρόσφατα, ένας φίλος μού έθεσε αυτό το ενδιαφέρον ερώτημα που μάλλον αποτέλεσε το έναυσμα για να του δημιουργηθούν στην συνέχεια και άλλες απορίες γύρω από το ζήτημα της ψυχοθεραπείας. Αυτές οι απορίες, αν και εύλογες, φέρνουν μάλλον σε άβολη θέση τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας οι οποίοι προσπαθούν πολλές φορές να δώσουν απαντήσεις μετά βεβαιότητας. Τα επόμενα ερωτήματα που μου έθεσε λοιπόν ήταν τα εξής: Τι είναι αυτό που καθορίζει ποιος χρειάζεται ψυχοθεραπεία και ποιος όχι; Μπορούν όλοι να βοηθηθούν από την ψυχοθεραπεία; Μήπως τελικά από ανάγκη γίνεται μόδα; Ή μήπως απλά φοβόμαστε τις ευθύνες μας και προσπαθούμε να έχουμε έναν «σύμβουλο» ώστε να νιώθουμε ασφάλεια στις αποφάσεις μας;

Η επικρατούσα άποψη στον χώρο της ψυχικής υγείας υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι από εμάς ενδεχομένως να χρειαστούμε κάποια στιγμή στην ζωή μας ψυχοθεραπεία. Ζούμε σε έναν πολύπλοκο κόσμο στον οποίο η ατομικότητα χάνεται μέσα στις ανθρώπινες μάζες. Η συγκεκριμένη παραδοχή ωθεί πολλούς σύγχρονους ανθρώπους να βιώνουν ένα «σισύφειο μαρτύριο» – να αισθάνονται δηλαδή ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα και ότι κάθε προσπάθεια είναι μάταιη. Σε έναν κόσμο με γρήγορους ρυθμούς και συνεχείς αλλαγές, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων φαντάζουν επιφανειακές και χωρίς διάρκεια, όπου ο θεσμός της οικογένειας χάνει σταδιακά την σημαντικότητά του, όπου οι εργασιακές και οικονομικές συνθήκες δημιουργούν ένα μεγάλο κλίμα αβεβαιότητας στους νέους σήμερα, όπου ο πόλεμος έχει γίνει εντελώς απρόσωπος και περιλαμβάνει κατά κανόνα θανάτους αμάχων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, είναι αναμενόμενο για τον σύγχρονο άνθρωπο να πλήττεται από υπαρξιακό άγχος. Να αναρωτιέται για ποιο λόγο ήρθε στην ζωή και ποια είναι η σημασία που έχει τελικά η ζωή του…

Υπάρχει ανάγκη για… ψυχοθεραπεία;

Το υπαρξιακό άγχος που βιώνουμε ή μπορεί να βιώσουμε κάποια στιγμή στην ζωή μας και θεωρείται κάτι κοινό μεταξύ των σύγχρονων ανθρώπων, είναι ένας αναμφισβήτητα σημαντικός λόγος που πιθανόν να μάς κάνει να πιστεύουμε ότι οι περισσότεροι από εμάς, αν όχι όλοι, χρειαζόμαστε ψυχοθεραπεία. Ωστόσο, το αρχικό ερώτημα που μου έθεσε ο φίλος μου, κρύβει αθέλητα μια «λεκτική παγίδα». Το αν χρειαζόμαστε γενικά κάτι ή όχι, αντικατοπτρίζει αυτόματα την παρουσία ή την απουσία κάποιας ανάγκης. Η ανάγκη από την φύση της όμως θεωρείται ως κάτι άκαμπτο, ως κάτι που πρέπει να ικανοποιηθεί εφόσον παρουσιαστεί και αναγνωριστεί. Από την άλλη μεριά, αν δεν αναγνωριστεί (ενώ υπάρχει), οδηγεί συχνά σε αυτό που ονομάζουμε άρνηση και το έχουμε ακούσει πολλές φορές από τον εαυτό μας ή από τους άλλους με την φράση «εγώ δεν χρειάζομαι ψυχοθεραπεία». Και στις δύο περιπτώσεις λοιπόν, το να προσπαθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα για το αν χρειαζόμαστε ή δεν χρειαζόμαστε τελικά ψυχοθεραπεία, μάς περιορίζει και δεν μάς αφήνει να εκτιμήσουμε την πραγματική αξία της ψυχοθεραπείας.

Δίνουμε έμφαση στο τι χρειαζόμαστε και όχι σε αυτό που μάς ωφελεί

Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε ένα ζευγάρι στο οποίο ο ένας από τους δύο, ας πούμε ο σύζυγος, υποστηρίζει ότι δεν χρειάζεται ψυχοθεραπεία για να λύσει ορισμένα θέματα επικοινωνίας που έχουν με την σύζυγό του. Ας υποθέσουμε τώρα ότι δεν υπάρχει ενεργή ψυχοπαθολογία και ότι ακόμα και να μην έρθει τελικά το ζευγάρι για θεραπεία, η σχέση τους θα κρατήσει παρά τα προβλήματα που δημιουργούνται. Από αυτήν την άποψη, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο σύζυγος έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν χρειάζεται θεραπεία – δεν είναι άλλωστε ζήτημα ζωής ή θανάτου το πρόβλημα επικοινωνίας που έχουν με την σύζυγό του και σίγουρα είναι ένα ζήτημα που το μοιράζονται με τόσα άλλα ζευγάρια, σωστά;

Προσεγγίζοντας όμως ένα ζήτημα που μάς απασχολεί με την διχοτομημένη σκέψη «χρειάζομαι ή δεν χρειάζομαι ψυχοθεραπεία», νιώθουμε αυτομάτως ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με εμάς και ως εκ τούτου η αναζήτηση βοήθειας από κάποιον ειδικό, θα ενίσχυε τα πιθανά αισθήματα αμηχανίας ή ντροπής που συνοδεύουν την παραπάνω πεποίθησή μας για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Στο παράδειγμά μας λοιπόν, μπορεί ο σύζυγος να μην χρειαζόταν τελικά ψυχοθεραπεία, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να ωφεληθεί σημαντικά από αυτήν, μαθαίνοντας πώς να αλληλεπιδρά και να επικοινωνεί με έναν πιο εποικοδομητικό τρόπο με την σύζυγό του, κάτι που θα βελτίωνε συνολικά την σχέση τους με τον καιρό. Ωστόσο, η έμφαση στο τί χρειαζόταν και όχι στο τί θα μπορούσε να τον ωφελήσει σε μια δεδομένη χρονική περίοδο της ζωής του, τον κράτησε μακριά από μία πιθανή ευκαιρία να βελτιώσει την σχέση του.

Με ποιο κριτήριο αποφασίζουμε αν κάποιος/α μπορεί να ωφεληθεί από την ψυχοθεραπεία;

Δεν υπάρχει ίσως τίποτα στην ζωή που να ισχύει με τον ίδιο τρόπο για όλους τους ανθρώπους, εκτός από την γέννηση και τον θάνατο. Υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλομορφία προσωπικοτήτων, τρόπων ζωής, προσωπικών κινήτρων και ιδιοσυγκρασιών που νομίζω ότι δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ψυχοθεραπεία θα μπορούσε να είναι μια (εξίσου) επωφελής διαδικασία για όλους. Το κίνητρο για αλλαγή, η δέσμευση του θεραπευόμενου στη διαδικασία, η ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης, ο τρόπος που προσεγγίζει ο θεραπευτής το αίτημα του θεραπευόμενου και η έμφαση στην εξεύρεση μιας λύσης που δρα ανακουφιστικά στο παρόν, είναι κάποιοι από τους παράγοντες που καθορίζουν σε ποιο βαθμό θα ωφεληθεί κάποιος από την διαδικασία της ψυχοθεραπείας.

Ωστόσο, ως ένα σημείο, θεωρώ ότι όλοι μπορούν να ωφεληθούν από την ψυχοθεραπεία, χωρίς όμως να πιστεύω παράλληλα ότι δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή όταν το άτομο δεν εμπλέκεται σε μια τέτοια διαδικασία. Για τους ανθρώπους που είναι δεκτικοί απέναντι στην προοπτική μιας μικρής ή μεγάλης αλλαγής, είναι από την φύση τους φιλοπερίεργοι και επιθυμούν να κατανοήσουν σε βάθος για ποιο λόγο μπορεί να σκέφτονται ή να αισθάνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, η ψυχοθεραπεία φαίνεται να είναι αρκετά επωφελής. Ακόμα, φαίνεται να είναι πιο εύκολο για εμάς να αλλάζουμε σχετιζόμενοι με τους άλλους, παρά μόνοι μας. Στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας λοιπόν, ο θεραπευτής με μη κριτικό και ενσυναισθητικό τρόπο μάς δείχνει μια αντανάκλαση του εαυτού μας και μάς προτρέπει να στρέψουμε το βλέμμα προς αυτήν με σκοπό να αποφύγουμε τις δράσεις που δεν λειτουργούν βοηθητικά στο «εδώ και τώρα». Μέσα από την ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στον τρόπο που σχετίζεται ο θεραπευόμενος με τον θεραπευτή, η ψυχοθεραπεία φαίνεται, υπό αυτήν την έννοια, να είναι ένας επιταχυντικός παράγοντας κάθε επιθυμητής αλλαγής.

Η αλλαγή είναι ατομική υπόθεση

Σε αρκετές συνεδρίες μου, έχω χρησιμοποιήσει τον παραλληλισμό μεταξύ ψυχοθεραπείας και γυμναστικής για να εξηγήσω με παρομοιώδη τρόπο ορισμένα βασικά στοιχεία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Θεωρώ ότι η ψυχοθεραπεία έχει πολλά κοινά με  την σωματική δραστηριότητα στην οποία επιδίδεται κάποιος με σκοπό την βελτίωση της αντοχής, της δύναμης και της συνολικής σωματικής του υγείας και όχι μόνο για την ανάδειξη της εξωτερικής του εμφάνισης. Η ψυχοθεραπεία όπως και η άσκηση, ζητούν από εμάς χρόνο, δέσμευση, αφοσίωση και προσπάθεια. Συχνά λέω στους πελάτες μου ότι πριν δουν την επιθυμητή αλλαγή, θα καταβάλλουν προσπάθεια, θα κουραστούν και θα πονέσουν – έτσι όπως συμβαίνει και με το μυϊκό σύστημα όταν του προσθέτουμε για πρώτη φορά ένα σημαντικό φορτίο και του δίνουμε την εντολή να το μετακινεί επαναληπτικά με σκοπό να το ενδυναμώσουμε.

Υπό αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον ψυχοθεραπευτή με τον προσωπικό γυμναστή. Παρά το γεγονός ότι ο προσωπικός γυμναστής μάς βγάζει ένα προτεινόμενο ασκησιολόγιο, μάς παροτρύνει να είμαστε συνεπείς στις προπονήσεις μας, μάς καθοδηγεί και μάς βοηθά κατά την εκτέλεση των ασκήσεων και μάς δίνει το κίνητρο να δοκιμάζουμε συνεχώς όλο και πιο δύσκολες ασκήσεις με σκοπό να ενισχυθεί η δύναμη, η αντοχή και η αυτοπεποίθησή μας, είναι 100% δική μας επιλογή και ευθύνη το αν θα ακολουθήσουμε τον δρόμο που μας προτείνει. Η αλλαγή λοιπόν στο σώμα όπως και στο ψυχο-συναισθηματικό επίπεδο, είναι ατομική υπόθεση και αυτό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μάς μαθαίνει ο ψυχοθεραπευτής ή… ο προσωπικός γυμναστής που κάνει καλά τη δουλειά του.

Το πεδίο άσκησης της ψυχοθεραπείας διευρύνεται

Προτεραιότητα κάθε επαγγελματία ψυχικής υγείας (ψυχολόγου ή ψυχιάτρου) είναι να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ψυχο-συναισθηματικές δυσκολίες και οι οποίες τους επηρεάζουν σε γνωστικό, διαπροσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ωστόσο, το πεδίο άσκησης της ψυχοθεραπείας επεκτείνεται και πολλές φορές εντάσσονται σε αυτό περιπτώσεις ατόμων που παρά την ύπαρξη υποστηρικτικών δικτύων (οικογένειας, φίλων, συντρόφου κτλ.) και καλής λειτουργικότητας, νιώθουν ότι δεν ζουν με πληρότητα την ζωή τους με συνέπεια να βιώνουν ένα διαρκές αίσθημα ανικανοποίητου που δυσκολεύονται να εξηγήσουν. Συχνά μπορεί να αναρωτιόμαστε ως παρατηρητές γιατί αυτά τα άτομα αισθάνονται έτσι ενώ φαίνεται ότι τα έχουν όλα λυμένα… Και ίσως να θεωρούμε ότι ζητούν ψυχοθεραπευτική βοήθεια επειδή έχει γίνει… μόδα και όχι γιατί συντρέχει κάποιος σοβαρός λόγος…

Αλλά…

Μου αρέσει να αντιλαμβάνομαι την ψυχοθεραπεία ως μια ευκαιρία για προσωπική εξέλιξη και ανάπτυξη η οποία μας δίνει παράλληλα τη δυνατότητα να πραγματοποιούμε θετικές αλλαγές στην ζωή μας, ακόμα και όταν όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά σε αυτήν. Μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, μαθαίνουμε πώς να είμαστε θεραπευτές του εαυτού μας και αποκτάμε χρήσιμη γνώση την οποία εφαρμόζουμε σε κάθε μελλοντική πρόκληση που θα προκύψει στην ζωή μας. Η απάντηση του φίλου μου μετά την προσπάθειά μου να του απαντήσω εν συντομία στις ερωτήσεις που μου έκανε ήταν η εξής: «Αυτό που καταλαβαίνω δηλαδή είναι ότι μπορεί να είσαι αρκετά λειτουργικός, να εργάζεσαι κανονικά, να μπορείς να επιλύεις καθημερινά προβλήματα, να φροντίζεις τον εαυτό σου…Από εκεί και πέρα όμως, μπορεί να θες να βελτιώσεις την στάση σου απέναντι σε κάποια πράγματα της ζωής σου (όπως δουλειά, σχέσεις, χόμπι, ελεύθερος χρόνος) ώστε να μπορείς να πάρεις το 100% από αυτά και να τα απολαμβάνεις».

Χρειαζόμαστε λοιπόν όλοι τελικά ψυχοθεραπεία; Η σύντομη εκδοχή της απάντησης, είναι μάλλον όχι… Αλλά το γεγονός ότι δεν χρειαζόμαστε κάτι, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επωφεληθούμε σημαντικά από αυτό.

 

 

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...