Γνωστική – Αναλυτική Ψυχοθεραπεία

Η Γνωστική-Αναλυτική Ψυχοθεραπεία (ΓΑΨ) είναι μια βραχεία, σύνθετη και ατομική θεραπεία η οποία άντλησε θεωρητικά στοιχεία από την γνωστική και την ψυχαναλυτική θεωρία, από την θεωρία των προσωπικών κατασκευών του Kelly και από την θεωρία του Vygotsky. Θεμελιωτής της συγκεκριμένης προσέγγισης ήταν ο Anthony Ryle ο οποίος, ως γιατρός στο Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, παρατήρησε ότι κάποιοι ασθενείς του ταλαιπωρούνταν αρκετά συχνά από προβλήματα ψυχολογικής φύσεως. Έτσι, το 1982 στην προσπάθειά του να βρει μια ψυχολογική θεραπεία με άμεσα αποτελέσματα και πεδίο εφαρμογής σε ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων, δημιούργησε την ΓΑΨ.

Η ΓΑΨ θεωρείται συνθετική θεραπεία και ως εκ τούτου δεν περιορίζεται από την γλώσσα, τις έννοιες, τις αξίες ή τις μεθόδους κάποιας σχολής. Το θεωρητικό της μοντέλο βασίζεται στο πώς οι άνθρωποι προσλαμβάνουν και νοηματοδοτούν την εμπειρική γνώση, καθώς και στο πως μαθαίνουν να δρουν στον κόσμο. Σύμφωνα με το περίφημο μοντέλο της ΓΑΨ – το Μοντέλο της Διαδικαστικής Ακολουθίας – οι άνθρωποι διάγουν τον βίο τους με βάση την αυτο-αντίληψη και την κοσμο-αντίληψή τους. Η ΓΑΨ λοιπόν απαλλαγμένη από δογματικές θεωρήσεις, διατείνεται ότι η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή την φύση του ανθρώπου, αλλά μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να ανακαλύψει εναλλακτικούς τρόπους δράσης μέσα από μια βαθύτερη και πληρέστερη κατανόηση του εαυτού και της σχέσης του με το εξωτερικό περιβάλλον.

 

Η στοχο-κατευθυνόμενη δράση του ανθρώπου

Το μοντέλο της διαδικαστικής ακολουθίας λοιπόν είναι μια προσπάθεια κατανόησης της στοχο-κατευθυνόμενης δράσης του ανθρώπου. Η εκτίμηση της στοχο-κατευθυνόμενης δράσης βασίζεται στην γενική θεώρηση της ΓΑΨ ότι ο άνθρωπος διάγει την ζωή του (συνειδητά ή μη) έχοντας κάποιους σκοπούς ή προθέσεις και δρα προς τον κόσμο θέλοντας να πετύχει συγκεκριμένους στόχους. Δεν περνά τυχαία την ζωή του στον κόσμο, ούτε ζει για να ικανοποιεί μόνο τις ενορμήσεις του (Αδαμοπούλου, 2016). Ένα μεγάλο μέρος της εμπειρικής μας γνώσης και δράσης μέσα στον κόσμο συσσωρεύεται στην μνήμη δημιουργώντας ιεραρχημένες νοητικές αναπαραστάσεις του κόσμου – έννοιες δηλαδή που σχηματίστηκαν μέσα από την εμπειρία και τώρα αποτελούν το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας, τον κόσμο και την σχέση μας με αυτόν. Κάθε νέα εμπειρία, από την πιο απλή αντίληψη μέχρι την πιο σύνθετη κατανόηση, οδηγεί στην δημιουργία νέων εννοιών, δημιουργώντας πολλές φορές ανακατατάξεις σε αυτές τις ιεραρχικά δομημένες νοητικές αναπαραστάσεις του κόσμου. Έτσι, μέσα από τις λεγόμενες «κατασκευές» του Kelly, βλέπουμε τον κόσμο μέσα από όσα ήδη γνωρίζουμε και προσαρμοζόμαστε σε αυτόν εισάγοντας κάθε φορά νέα δεδομένα στο δομικό σύστημα των εννοιών που κάποιες φορές συμφωνούν περισσότερο και άλλες λιγότερο με την υπάρχουσα οπτική μας. Εξαιτίας αυτού του μη στατικού και διαρκώς αναπροσαρμοζόμενου συστήματος κατασκευών όμως, δημιουργούμε μοντέλα πρόβλεψης της δράσης μας, διαχειριζόμαστε εύκολα πολλές γνώριμες καταστάσεις και εκτελούμε με τέτοιο τρόπο τις πράξεις μας ώστε η επιβίωσή μας σε έναν σύνθετο κόσμο να είναι δυνατή. Τι γίνεται όμως όταν αυτό το σύστημα σταματά να προσαρμόζεται και να αναπροσαρμόζεται; Περιορίζει την σκέψη και την δράση μας; Μας απομακρύνει από τους στόχους μας;

 

Το μοντέλο της διαδικαστικής ακολουθίας

Σύμφωνα με το μοντέλο της διαδικαστικής ακολουθίας, το άτομο πρέπει να περάσει από κάποια σαφώς ορισμένα στάδια με σκοπό να πετύχει τους στόχους του και να επιλύσει τα προβλήματά του. Η διαδικασία μετάβασης από το ένα στάδιο στο άλλο σηματοδοτεί μια ακολουθία αντίστοιχων ψυχικών δράσεων που πρέπει να ολοκληρωθούν ικανοποιητικά με σκοπό να εκπληρωθούν οι στόχοι του ατόμου. Ένας στόχος φυσικά μπορεί να εγκαταλειφθεί αν φαίνεται ότι αντικρούει άλλους στόχους. Επίσης, μπορεί να εγκαταλειφθεί αν διαπιστωθεί ρεαλιστικά ότι βρίσκεται πάνω από τις δυνατότητες του ατόμου ή αν υπάρχουν μη ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν την επίτευξή του (Αδαμοπούλου, 2016). Συνεπώς, εφόσον διαπιστώσουμε ρεαλιστικά ότι μια στοχο-κατευθυνόμενη δράση δεν μπορεί να εκπληρωθεί, είτε τροποποιούμε την διαδικασία που οδηγεί στην επίτευξη του στόχου, είτε εγκαταλείπουμε τον στόχο. Ενώ η ανακοπή της διαδικασίας είναι ρεαλιστική εφόσον είναι και ρεαλιστικές οι αιτίες που την επιβάλλουν, ορισμένες φορές η απομάκρυνση του ατόμου από την στοχο-κατευθυνόμενη δράση παρατηρείται χωρίς να υπάρχει ρεαλιστική αιτία. Τότε, η αιτία της ανακοπής της διαδικαστικής ακολουθίας, (δηλαδή η αδυναμία μετάβασης από το ένα στάδιο στο άλλο για την εκπλήρωση του στόχου), είναι αβάσιμη και αν δεν εντοπιστεί μπορεί να γίνει αυτο-διαιωνιζόμενη. Βασικός σκοπός της ΓΑΨ λοιπόν είναι ο εντοπισμός και η κατανόηση αυτών των αβάσιμων αιτιών που ανακόπτουν επαναλαμβανόμενα την στοχο-κατευθυνόμενη δράση προκειμένου να μπορέσει το άτομο να διευρύνει την ικανότητά του να ζει την ζωή του, επιλέγοντάς την.

 

Οι αυτο-διαιωνιζόμενες καταστάσεις

Στην ΓΑΨ οι αυτο-διαιωνιζόμενες καταστάσεις που ανακόπτουν την πορεία προς την επίτευξη στόχων και την επίλυση προβλημάτων, ονομάζονται νευρωτικές διαδικασίες και περιγράφονται ως παγίδες, διλήμματα και εμπλοκές. Ως «παγίδα» μπορεί να οριστεί μια ακατάλληλη ή ανεπιθύμητη πεποίθηση που οδηγεί το άτομο σε δράση με σκοπό να την επιδιορθώσει, αλλά στην πραγματικότητα την συντηρεί και την ενδυναμώνει. Στην περίπτωση της καταθλιπτικής διάθεσης για παράδειγμα, η χαμηλή εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του εαυτού ή η αρνητική εκτίμηση της αυτο-εικόνας μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητική πρόβλεψη καθώς και σε αρνητική κριτική για τις συνέπειες των πράξεων. Αυτή η πεποίθηση με την σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της επιθυμίας για δράση ή σε αναποτελεσματική δράση. Καθώς τα κίνητρα για δράση απουσιάζουν και το άτομο δεν δρα, ενδυναμώνεται η αίσθηση της αναποτελεσματικότητας του. Ένα άλλο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα παγίδας είναι αυτό της φοβίας. Το άτομο αντιλαμβάνεται μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο ψευδώς ως επικίνδυνο και έχει την αίσθηση ότι δεν υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης του κινδύνου. Αυτό οδηγεί στην ανακοπή της στοχο-κατευθυνόμενης δράσης του. Αν προβεί σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει την φοβική κατάσταση και αποτύχει, τότε αναπτύσσει είτε συμπτώματα φόβου, είτε πανικού. Η αίσθηση της αποτυχίας και της αδυναμίας ενισχύει την αρχική αντίληψη του κινδύνου. Μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες υπερπήδησης της φοβικής κατάστασης, το άτομο συνήθως εγκαταλείπει την προσπάθεια και χαρακτηρίζεται ως φοβικό.

Τα «διλήμματα» περιγράφουν μια κατάσταση που έχει μόνο δύο συνήθως ανεπιθύμητες εναλλακτικές πιθανότητες εκδήλωσης. Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να δρα είτε πνίγοντας τα συναισθήματά του για να γίνει αποδεκτό, είτε εκφράζοντας τα πιστεύοντας όμως ότι κινδυνεύει να το απορρίψουν οι άλλοι. Τα διλήμματα συνήθως αντικατοπτρίζουν εσωτερικευμένες κοινωνικές και πολιτισμικές επιταγές και ρόλους που συμβαδίζουν με την ταυτότητα του φύλου και του εαυτού. Για παράδειγμα ένα άτομο μπορεί να θεωρεί ότι αν φροντίζει, τότε κυριαρχεί, ενώ αν το φροντίζουν τότε το ελέγχουν. Ή να πιστεύει ότι όταν γίνεται πάντα το δικό του, τότε αισθάνεται ένοχος ή σαν μικρό παιδί, ενώ όταν γίνεται αυτό που θέλουν οι άλλοι, τότε θυμώνει και απογοητεύεται. Να σημειωθεί ότι όλοι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν κατά καιρούς τέτοιου είδους «διλήμματα» και έχουν παρόμοιους τρόπους σκέψης. Στις νευρωτικές καταστάσεις όμως, αυτά τα διλήμματα παρουσιάζονται στις ακραίες τους μορφές με συνέπεια να επηρεάζουν την επαγγελματική και διαπροσωπική ζωή του ατόμου. Τέλος, οι «εμπλοκές» αναφέρονται σε καταστάσεις όπου το άτομο προσβλέπει σε μια αλλαγή, αλλά παράλληλα αντιστέκεται σε αυτήν εντοπίζοντας μη ρεαλιστικές δυσκολίες ως προς την επίτευξή της. Αυτή η αντίσταση στην αλλαγή είναι σπάνια συνειδητή και συνήθως αντανακλά τους παιδικούς ρόλους που είχαμε μέσα στην οικογένεια. Σαν παιδιά, μπορεί να νιώθαμε ένοχοι εάν τα πράγματα μάς πήγαιναν καλά ή να νιώθαμε ότι θα μας ζήλευαν για την καλή μας τύχη ή την επιτυχία μας. Μερικές φορές μπορεί να αισθανόμασταν αδικαιολόγητα υπεύθυνοι για πράγματα που δεν πήγαιναν καλά στην οικογένεια, παρόλο που μπορεί να μην το έχουμε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα. Το άτομο οδηγείται σε «εμπλοκές» όταν για παράδειγμα ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί τότε θα σταματήσει να είναι καλός σύζυγος ή όταν αρνείται την αλλαγή επειδή θεωρεί ότι δεν αξίζει τα θετικά της.

Η αποτελεσματικότητα της ΓΑΨ

Η αποτελεσματικότητα της ΓΑΨ έχει βρεθεί σε ένα ευρύ φάσμα διαταραχών. Πλήθος ερευνών (π.χ., Kerr, 2001; Mohr & Cox, 2001; Garyfallos et al., 2002; Romm et al., 2011; Evans & Kellett, 2014; Taylor et al., 2015) έχει δείξει ότι αντιμετωπίζει με μεγάλη επιτυχία τις συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές (λ.χ. κατάθλιψη, φοβίες, κρίση πανικού), τις διαταραχές προσωπικότητας (ειδικότερα την μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας), τις ψυχωσικές διαταραχές (π.χ. σχιζοφρένεια) σε φάση ύφεσης και τα ψυχολογικά προβλήματα που οφείλονται σε σωματικές παθήσεις όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας,. Ο βασικός θεραπευτικός στόχος της ΓΑΨ είναι η εκπαίδευση του ατόμου στην αναγνώριση και κατανόηση των ζητημάτων που αντιμετωπίζει με όρους παγίδων, διλλημάτων και εμπλοκών. Το άτομο μαθαίνει να μεταφράζει τον τρόπο σκέψης και δράσης της καθημερινότητάς του στο λεξιλόγιο της ΓΑΨ καθώς και να συνδέει τις παραπάνω νευρωτικές διαδικασίες με την εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων. Η εξάσκηση στην αυτοπαρατήρηση βοηθά ακόμα το άτομο να αναγνωρίζει το πώς οι ιδέες του μεταφέρονται στην σχέση του με τους άλλους ανθρώπους και το πώς επηρεάζουν το ίδιο και το σώμα του. Παρά τον αυστηρά δομημένο χαρακτήρα της ΓΑΨ (16 συνεδρίες των 50 λεπτών εμπλουτισμένες με συγκεκριμένο ψυχοθεραπευτικό ασκησιολόγιο), ο θεραπευτής σε συνεργασία με τον θεραπευόμενο έχουν την ευελιξία να χρωματίσουν με τον δικό τους τρόπο την πορεία της ψυχοθεραπείας ανάλογα με το είδος και την ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης που θα οικοδομήσουν. H ΓΑΨ είναι πάνω από όλα μια φιλοσοφημένη στάση ζωής που διατείνεται ότι η αλλαγή είναι ατομική υπόθεση μιας και είναι επιλογή του καθενός το αν θα συνεχίσει ή όχι να είναι «θύμα» της αυτοβιογραφίας του.

Βιβλιογραφία

Αδαμοπούλου, Α. (2016). Η αλλαγή είναι ατομική υπόθεση: Μια σπουδή στην Γνωστική-Αναλυτική Ψυχοθεραπεία. Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις Σιμώνη.

Evans, M., & Kellett, S. (2014). RCT in CAT and bipolar disorder. Paper presented at the ACAT Annual National Conference Liverpool.

Garyfallos, G., Adamopoulou, A., Voikli, M., Zlatanos, D. et. al. (2002). Evaluation of Cognitive – Analytic Therapy (CAT) outcome: A 4-8 year follow up. European Journal of Psychiatry, 16(4), 197-209.

Kerr, I. B. (2001). Brief cognitive analytic therapy for post-acute manic psychosis on a psychiatric intensive care unit. Clinical Psychology & Psychotherapy, 8, 117–129.

Romm, K. L., Rossberg, J. I., Hansen, C. F., Haug, E., Andreassen, O. A., & Melle, I. (2011). Self-esteem is associated with premorbid adjustment and positive psychotic symptoms in early psychosis. BMC Psychiatry, 11(1), 136–144. https://doi.org/10.1186/1471-244x-11-136.

Taylor, P. J., Perry, A., Hutton, P., Seddon, C., & Tan, R. (2015). Curiosity and the CAT: Considering cognitive analytic therapy as an intervention for psychosis. Psychosis, 7. doi:10.1080/17522439.2014.956785

 

Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter
για να διαβάζετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα...